ερημιά, η, ουσ. [<αρχ. ἐρημία], η ερημιά·
- ερημιά Θεού, πλήρης απουσία ανθρώπων σε έναν απομονωμένο
τόπο: «μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα σου, υπήρχε ερημιά Θεού»·
- στην ερημιά του Αδάμ, βλ. φρ. ερημιά Θεού.
ερημιά, η, ουσ. [<αρχ. ἐρημία], η ερημιά·
- ερημιά Θεού, πλήρης απουσία ανθρώπων σε έναν απομονωμένο
τόπο: «μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα σου, υπήρχε ερημιά Θεού»·
- στην ερημιά του Αδάμ, βλ. φρ. ερημιά Θεού.