εργοστάσιο, το, ουσ. [<έργο + κατάλ. -στάσιο], το
εργοστάσιο· λέγεται αρνητικά, ιδίως στην πολιτική, για σύστημα ή οργανισμό που
παράγει μαζικά κάτι χωρίς σοβαρή επεξεργασία: «η Βουλή έχει γίνει εργοστάσιο
νόμων και τροπολογιών». Υποκορ. εργοστασιάκι, το (βλ. λ.)·
- έναν (μία) έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε, (για
πρόσωπα ή πράγματα) είναι μοναδικός σε ομορφιά ή ικανότητα να κάνει κάτι, ή
είναι μοναδικό ως κατασκευή: «έχει έναν γιο, που έναν έβγαλε το εργοστάσιο κι
έκλεισε || είναι σπουδαίος μηχανικός, έναν έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε ||
είναι τέτοια αυτοκινητάρα, που μία έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε». Λέγεται
και με αρνητική διάθεση. Συνών. μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι.