εργολαβία, η, ουσ. [<αρχ. ἐργολαβία], η εργολαβία·
η ερωτική σχέση: «έχει μια εργολαβία με την κόρη του τάδε και σκέφτεται να την
παντρευτεί». (Ο Ν. Π. Ανδριώτης στο Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής
σημειώνει: η σημασία «ερωτοτροπία» από το ότι ο ερωτευμένος τριγυρίζει το σπίτι
της κόρης που αγαπά, όπως ο εργολάβος την οικοδομή που χτίζει (Φ. Κουκουλ.
Βυζαντ. βίος 5, Παράρτ. 33). Η ερμηνεία αυτή έχει ξεχαστεί·
- το παίρνω εργολαβία, α. αναλαμβάνω κατ’
αποκλειστικότητα την εκτέλεση ενός έργου, ιδίως τεχνικού: «ό,τι έργο οδοποιίας παίρνει,
το παίρνει εργολαβία». β. από τη στιγμή που κάποιος μου έκανε κάποια
χάρη ή εκδούλευση, του ζητώ επανειλημμένα χάρες ή εκδουλεύσεις: «σ’ έκανα
κάποτε μια χάρη κι από τότε το πήρες εργολαβία». γ. παίρνω μια δουλειά
πολύ στα σοβαρά και βιάζομαι να την τελειώσω: «του υποσχέθηκε ο πατέρας του
πως, αν τελειώσει τη δουλειά, θα τον αφήσει να πάει κι αυτός εκδρομή, γι’ αυτό
το πήρε εργολαβία». δ. μονοπωλώ κάποιον ή κάτι, ιδίως φαγητό, το οποίο
τρώω όλο μόνος μου: «όλο το βράδυ πάλευα να τη βρω μόνη της να της μιλήσω, αλλά
την είχε πάρει εργολαβία εκείνος ο ψηλός και δεν την άφησε λεπτό μόνη της! ||
μόλις η μάνα μου έφερε τη σπανακόπιτα στο τραπέζι, την πήρε εργολαβία ο αδερφός
μου και δεν πρόλαβε να φάει κανείς άλλος!»