εργάτης, ο, θηλ. εργάτρια, η, ουσ. [<μτγν. ἐργάτης],
ο εργάτης. 1. αυτός που ασχολείται με πάθος με κάποια πνευματική ή άλλη
δραστηριότητα: «οι εργάτες του πνεύματος (= οι διανοούμενοι) || οι εργάτες της
τέχνης (= οι καλλιτέχνες) || οι εργάτες του θεάτρου (= οι ηθοποιοί, οι
θεατρικοί συγγραφείς) || οι εργάτες της θάλασσας (= οι ναυτικοί. Τίτλος
λογοτεχνικού έργου του Β. Ουγκώ) || εργάτες με άσπρες μπλούζες (= οι γιατροί.
Τίτλος λογοτεχνικού έργου του Ζ. Ντέις)». 2. το βαρούλκο, ο αργάτης·
- εργάτες ενωμένοι, ποτέ νικημένοι, εργατικό σύνθημα
που ακούγεται σε διάφορες εργατικές συγκεντρώσεις και πορείες·
- νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, διεκδικητικό
σύνθημα που ακούγεται σε διάφορες μαχητικές εργατικές συγκεντρώσεις ή άλλες
εργατικές κινητοποιήσεις: «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη, το ωράριό τους
είναι μια απάτη», από τις τελευταίες κινητοποιήσεις του 2005 σχετικά με το
ωράριο των εργατοϋπαλλήλων