εργασία, η, ουσ. [<αρχ. ἐργασία], η εργασία. 1.
η δουλειά, το βιοποριστικό επάγγελμα: «κάθε μέρα πηγαίνει πολύ πρωί στην
εργασία του». (Λαϊκό τραγούδι: όλη μέρα εργασία, κούραση κι
ορθοστασία). 2. (ειρωνικά) ο αυνανισμός: «όταν δεν μπορεί να βρει
γυναίκα, να ’ναι καλά η εργασία»·
- εργασία και χαρά, όλα πηγαίνουν καλά στη δουλειά,
όλα δουλεύουν ρολόι. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς
πάει η δουλειά ή πώς πάνε οι δουλειές ·
- το ρίχνω στην εργασία, αυνανίζομαι: «αυτόν μην τον
φοβάσαι, το ρίχνει στην εργασία και δεν έχει ανάγκη καμιά γυναίκα». Συνήθως
συνοδεύεται από χαρακτηριστικές κινήσεις του χεριού με την παλάμη κλειστή που
μιμείται την πράξη του αυνανισμού·
- στάση εργασίας, βλ. λ. στάση.