ακάλεστος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + θέμα αορ. του ρ. καλώ + κατάλ. -τος], που δεν τον κάλεσε
κανείς να προσέλθει σε κάποια γιορτή ή άλλη κοινωνική εκδήλωση: «δε συνηθίζω να
πηγαίνω κάπου ακάλεστος»·
-
ακάλεστος μουσαφίρης, καθάριος διακονιάρης, αυτός που πηγαίνει κάπου χωρίς να έχει προσκληθεί,
δε διαφέρει από έναν ζητιάνο: «αν δε με προσκαλέσουν στο γάμο τους δεν έχω
σκοπό να πάω, γιατί ακάλεστος μουσαφίρης, καθάριος διακονιάρης»·
-
άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι γυρεύει; λέγεται για άτομο που μπερδεύεται σε ξένες υποθέσεις
χωρίς να του το έχει ζητηθεί από κάποιον: «αφού δε ζήτησαν τη βοήθειά μου, θα
τους αφήσω να τα βρουν μονάχοι τους, γιατί άνθρωπος ακάλεστος σε γάμο τι
γυρεύει;»·
- τον
ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν, αυτός που πηγαίνει κάπου ακάλεστος, δεν τον υπολογίζει
κανένας, είναι ανεπιθύμητος: «ακάλεστος δεν πάω σε καμιά εκδήλωση, γιατί, τον
ακάλεστο στο γάμο κάτω κάτω τον καθίζουν».