επιχείρηση, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιχείρησις], η
επιχείρηση· (στη γλώσσα της φυλακής) η απατεωνιά, η κομπίνα: «με την πρώτη
επιχείρηση που πήγε να κάνει, τον έπιασαν στα πράσα»·
- επιχείρηση αρετή, οργανωμένη εκκαθαριστική
επιχείρηση της αστυνομίας σε χώρους όπου παρατηρείται αυξημένη κίνηση του
αγοραίου έρωτα από πόρνες και τραβεστί: «η χθεσινοβραδινή επιχείρηση αρετή της
αστυνομίας προβλήθηκε απ’ όλα τα τηλεοπτικά κανάλια»·
- επιχείρηση καθαρά χέρια, εκτεταμένη εισαγγελική
έρευνα, που γίνεται σε οργανωμένο χώρο για τη διαπίστωση τυχόν παρανομιών ή
παρατυπιών και που δε δέχεται παρέμβαση από καμιά πολιτική αρχή: «ο τάδε
εισαγγελέας ανέλαβε την επιχείρηση καθαρά χέρια για να διαπιστώσει αν και κατά
πόσο ενέχονται στις μίζες διάφοροι υπουργοί»·
- επιχείρηση σκούπα, οργανωμένη εκκαθαριστική
επιχείρηση της αστυνομίας σε χώρους όπου παρατηρείται αυξημένη εγκληματικότητα
ή σε χώρους όπου συχνάζουν κακοποιά στοιχεία: «η κυριακάτικη επιχείρηση σκούπα
της αστυνομίας απέδωσε καρπούς, γιατί συνελήφθησαν αρκετοί που ήταν
καταζητούμενοι»·
- κάνω επιχείρηση (κάτι), ασκώ κάτι με τέτοιον τρόπο,
ώστε να λειτουργεί με οικονομικά κριτήρια, πράγμα όμως που αντίκειται στο
χαρακτήρα του: «έκαναν τον αθλητισμό επιχείρηση || έκαναν την υγεία των πολιτών
επιχείρηση»·
- στήνω επιχείρηση, οργανώνω μια δουλειά, ιδίως
παράνομη: «είπε κι αυτός να στήσει μια φορά επιχείρηση και πήγε καρφωτός!».