επιφοίτηση, η, ουσ. [<μτγν. ἐπιφοίτησις], η
επιφοίτηση·
- η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος, α. η θεία
έμπνευση, η φώτιση από το Θεό. Λέγεται, όταν βρίσκουμε ανέλπιστα τη λύση σε
κάποιο πρόβλημα που μας απασχολούσε έντονα: «κι εκεί που δεν ήξερα τι να κάνω,
ήρθε ξαφνικά η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος κι ενήργησα με το σωστό τρόπο». β.
λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που αδρανεί εντελώς, δίνοντας την
εντύπωση πως, αυτό που τον ενδιαφέρει, θα πραγματοποιηθεί από μόνο του: «πρέπει
να στρωθείς στο διάβασμα, γιατί αλλιώς πώς θα τα μάθεις! Με την επιφοίτηση του
αγίου Πνεύματος;». Αναφορά στο γεγονός της έλευσης του αγίου Πνεύματος με μορφή
πύρινων γλωσσών στους Αποστόλους μετά την Ανάσταση.