επιστήμη, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιστήμη], η επιστήμη·
υπερβολικός χαρακτηρισμός για μια ορισμένη εμπειρική γνώση ή δραστηριότητα: «το
καλό γαμήσι είναι επιστήμη»·
- ανάγω σε επιστήμη (κάτι), κάνω κάτι, ιδίως παράνομο
ή όχι θεμιτό, πολύ συστηματικά, πολύ μεθοδικά ώστε να έχει σίγουρο αποτέλεσμα:
«έχει αναγάγει την κλεψιά σε επιστήμη || αυτός ο άνθρωπος έχει αναγάγει την
απατεωνιά σε επιστήμη»·
- η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, α. έκφραση
που δηλώνει πως η επιστήμη δεν μπορεί να προσφέρει καμιά βοήθεια. Η έκφραση
ακούγεται συνήθως σε θέματα ιατρικής σχετικά με τους αρρώστους, που σημαίνει
πως στο εξής ο άρρωστος είναι μόνο στο χέρι του Θεού για να γίνει καλά: «οι
γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως η επιστήμη σηκώνει τα
χέρια ψηλά». β. λέγεται και ειρωνικά για κάθε ακατανόητη ενέργεια
κάποιου ατόμου: «μ’ αυτά που κάνεις, ακόμα και η επιστήμη σηκώνει τα χέρια
ψηλά».