επίσκοπος, ο, ουσ. [<αρχ. ἐπίσκοπος <ἐπισκοπῶ],
ο επίσκοπος·
- ας μ’ αγαπάει ο επίσκοπος κι ας με μισούν οι διάκοι, όταν
έχω την εύνοια, την προστασία του προϊσταμένου μου, του διευθυντή μου, δε με
νοιάζει τι νιώθουν για μένα οι κατώτεροι στην ιεραρχία: «απ’ τη στιγμή που έχω
τη συμπάθεια του διευθυντή μου, δε με νοιάζει τι λένε για μένα οι υπάλληλοι,
γιατί ας μ’ αγαπάει ο επίσκοπος κι ας με μισούν οι διάκοι»·
- η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, βλ. λ. νύχτα·
- θεωρία επισκόπου και καρδία (καρδιά) μυλωνά, βλ. λ. θεωρία.