επιούσιος, ο, ουσ. [<μτγν. ἐπιούσιος], το
καθημερινό ψωμί και, κατ’ επέκταση, η εντελώς απαραίτητη τροφή για τη διαβίωση
του ανθρώπου: «δουλεύει σαν σκυλί για τον επιούσιο». (Λαϊκό τραγούδι: δε
ζητάω Παναγιά μου να με κάνεις πλούσιο, να ’χω μόνο την υγειά μου και τον επιούσιο)·
- βγάζω τον άρτον τον επιούσιον, βλ. λ. άρτος·
- βγάζω τον επιούσιο, βλ. φρ. βγαίνει ο επιούσιος·
- βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος, βλ. λ. άρτος·
- βγαίνει ο επιούσιος, εξοικονομώ τα απαραίτητα που
χρειάζομαι για να ζήσω, εξοικονομώ την καθημερινή μου τροφή: «δε με νοιάζουν τα
πλούτη, αρκεί να ’μαι γερός και να βγαίνει ο επιούσιο». Για συνών. βλ. φρ. βγαίνει
το καρβέλι, λ. καρβέλι·
- ο άρτος ο επιούσιος, βλ. λ. άρτος·
- τρέχω για τον επιούσιο, αγωνίζομαι για το
καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «έχει ολόκληρη οικογένεια
και κάθε μέρα τρέχει για τον επιούσιο». Για συνών. βλ. φρ. τρέχω για το
καρβέλι, λ. καρβέλι.