επικουρικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. επικουρικός], το
επικουρικό· (στη νεοαργκό) ο δονητής: «όπου και να πάει, έχει καλού κακού μέσα
στην τσάντα της και το επικουρικό της»·
- δουλεύει επικουρικό, η γυναίκα για την οποία
γίνεται λόγος, χρησιμοποιεί δονητή για τη σεξουαλική της ικανοποίηση: «δε
χολοσκά η τάδε, γιατί, όταν δε βρίσκει άντρα, δουλεύει επικουρικό».