επιθυμία, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιθυμία], η επιθυμία·
- η επιθυμία σου είναι για μένα διαταγή, βλ. λ. διαταγή·
- η τελευταία επιθυμία του ή η τελευταία του
επιθυμία, αυτό που ζητάει κανείς ή παραγγέλνει λίγο πριν πεθάνει: «η
τελευταία του επιθυμία ήταν να μονοιάσουν οι δυο γιοι του || λίγο πριν τον εκτελέσουν,
η τελευταία επιθυμία του ήταν να καπνίσει ένα τσιγάρο»·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια
πάει, άλλη έρχεται, ο άνθρωπος ποτέ δεν ικανοποιείται με αυτά που έχει και οι
επιθυμίες του είναι τόσο πολλές, που συνεχώς εναλλάσσονται: «ό,τι και να του
δώσεις, δε χορταίνει, γιατί οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια
πάει, άλλη έρχεται».