επιδημία, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιδημία], η επιδημία·
- έπεσε επιδημία, παρουσιάστηκαν ξαφνικά πολλοί
τρακαδόροι μαζί σε ένα χώρο: «παιδιά, το νου σας στα τσιγάρα σας, γιατί έπεσε
επιδημία».
επιδημία, η, ουσ. [<αρχ. ἐπιδημία], η επιδημία·
- έπεσε επιδημία, παρουσιάστηκαν ξαφνικά πολλοί
τρακαδόροι μαζί σε ένα χώρο: «παιδιά, το νου σας στα τσιγάρα σας, γιατί έπεσε
επιδημία».