επαφή, η, ουσ. [<αρχ. ἐπαφή], η επαφή. 1. η
σεξουαλική πράξη, η συνουσία: «είχες μέχρι τώρα καμιά επαφή με την τάδε;». 2.
(στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) η δυνατότητα σύνδεσης των φύλλων μεταξύ τους για
σχηματισμό επιτυχημένου συνδυασμού: «απ’ τη στιγμή που δεν είχα την παραμικρή
επαφή με τα φύλλα που πήρα από κάτω, πήγα πάσο». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- βρίσκομαι σ’ επαφή (με κάποιον), βλ. φρ. είμαι
σ’ επαφή·
- δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, δεν έχει συναίσθηση
αυτών που συμβαίνουν γύρω του: «δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, γιατί,
ενώ στη Γιουγκοσλαβία γίνεται χαμός απ’ τους βομβαρδισμούς, αυτός θέλει να πάει
εκεί για τουρισμό!»·
- είμαι σ’ επαφή (με κάποιον), τον συναντώ, τον
βλέπω, συναντιόμαστε, βλεπόμαστε, επικοινωνούμε: «με πολλούς απ’ την παλιά μας
παρέα έχουμε χαθεί, αλλά με τον τάδε είμαι ακόμα σ’ επαφή και κάθε τόσο τα
λέμε». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και
με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας κι ο τύπος πίσω απ’ το γραφείο βιάστηκε
πάλι να μου πει σ’ ευχαριστούμε κύριε… θα ’μαστε σ’ επαφή)·
- εξ επαφής, από πάρα πολύ κοντά: «τον πυροβόλησε εξ
επαφής στο κεφάλι»·
- έρχομαι σ’ επαφή, (και για τα δυο τα φύλα)συνουσιάζομαι:
«με τη γυναίκα μου έρχομαι σ’ επαφή δυο φορές τη βδομάδα»·
- έρχομαι σ’ επαφή (με κάποιον), έχω επικοινωνία,
επικοινωνώ: «την τελευταία φορά που ήρθα σ’ επαφή μαζί του ήταν πριν από μια
βδομάδα, που μιλήσαμε στο τηλέφωνο»·
- έρχομαι σ’ επαφή (με κάτι), αρχίζω να ασχολούμαι με
κάτι, να το γνωρίζω, να το μαθαίνω: «πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με κομπιούτερ
ήταν, όταν έπιασα δουλειά σε τράπεζα»·
- έχασε την επαφή του με την πραγματικότητα, βλ. φρ. δεν
έχει επαφή με την πραγματικότητα·
- έχουμε ψυχική επαφή, έχουμε αμοιβαία κατανόηση ή
επικοινωνία, συμφωνούμε απόλυτα: «απ’ τη μέρα που γνωριστήκαμε κάνουμε στενή
παρέα, γιατί διαπιστώσαμε πως έχουμε ψυχική επαφή»·
- έχω επαφή ή έχω επαφές (με κάποιον), διατηρώ
κοινωνικές σχέσεις, ανταλλάσσουμε νέα, επικοινωνώ με κάποιον: «με τον μόνο που
έχω επαφή απ’ τους παλιούς μου φίλους, είναι ο τάδε»· βλ. και φρ. έρχομαι σε
επαφή (και για τα δυο φύλα)·
- κάνω επαφή (με κάποιον), καταφέρνω να συναντήσω
κάποιον: «όταν έκανα επαφή με το διευθυντή του εργοστασίου και του δειγμάτισα
το προϊόν, πήρα αμέσως μια δοκιμαστική παραγγελία»·
- κρατώ επαφή ή κρατώ επαφές (με κάποιον), εξακολουθώ
να διατηρώ φιλικές, κοινωνικές ή ερωτικές σχέσεις με κάποιον: «πριν από καιρό
είχαμε μια διαφωνία, αλλά κρατώ επαφές μαζί του || είναι πολύ καλό κορίτσι κι
εξακολουθώ να κρατώ επαφή μαζί της». (Λαϊκό τραγούδι: να κρατάμε επαφή μήπως
βρούμε τη λύση, να κρατάμε επαφή η αγάπη πριν σβήσει)·
- φέρνω σ’ επαφή (κάποιον με κάποιον ή με κάτι), μεσολαβώ
για να επικοινωνήσει ή για να γνωριστεί κάποιος με κάποιον ή με κάτι: «ήθελε να
γνωρίσει τον τάδε για να κάνει μαζί του μια δουλειά, και τον έφερα σ’ επαφή,
επειδή τον γνώριζα από παλιά || αυτός είναι εκείνος που έφερε σ’ επαφή τον τάδε
με τα ναρκωτικά»·
- χάνω (την) επαφή μου ή χάνω (τις) επαφές μου (με
κάποιον), παύω, έξω από τη θέληση μου, να έχω κοινωνικές σχέσεις με
κάποιον, παύω να έχω νέα του: «δεν ξέρω γιατί, αλλά τον τελευταίο καιρό έχασα
την επαφή που είχα με τον τάδε».