επανάσταση, η, ουσ. [<αρχ. ἐπανάστασις], η
επανάσταση· βίαιη αντίδραση σε παράλογη ή καταπιεστική κατάσταση: «μόνο με
επανάσταση θα μπορέσουμε ν’ απαλλαγούμε απ’ το τέρας της γραφειοκρατίας».
(Λαϊκό τραγούδι: αγάπησέ με με τα λάθη μου, τα κόμπλεξ και τις αντιφάσεις,
με το λουλούδι και τ’ αγκάθι μου και τις μικρές μου επαναστάσεις)·
- βελούδινη επανάσταση, βλ. λ. βελούδινος·
- κάνει την επανάστασή του, (ιδίως για έφηβο) ενεργεί
με τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που του υποδεικνύει η οικογένειά του,
επιχειρεί να σπάσει τα οικογενειακά δεσμά, επιχειρεί να απαλλαγεί από τον
οικογενειακό τρόπο ζωής: «έγινε δεκαέξι χρονών παλικαράκι κι όπου να ’ναι, θα
κάνει κι αυτός την επανάστασή του»·
- κάνω επανάσταση, αντιδρώ βίαια σε παράλογη ή
καταπιεστική κατάσταση: «μόλις πάψεις να του κάνεις τα χατίρια, αμέσως κάνει
επανάσταση || ο λαός πήρε τα όπλα κι έκανε επανάσταση». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε
τη θέση σου μ’ αυτή σου την κατάσταση θα κάνω επανάσταση).