εξυπνάδα, η, ουσ. [<έξυπνος + κατάλ. -άδα], η
εξυπνάδα. 1. στον πλ. οι εξυπνάδες, λόγια ή ενέργειες που
λέγονται ή γίνονται για να εξαπατήσουμε κάποιον: «άσε τις εξυπνάδες, γιατί σε
πήραμε χαμπάρι». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, που κάνεις πως τα ξέρεις όλα, κι όλο εξυπνάδες
έχεις στο μυαλό, πες μου, για να μάθω κι εγώ: ποιο έχει γίνει πρώτα: η κότα
ή τ’ αβγό;).2. ως επιφών. εξυπνάδες! ανόητοι, άνοστοι
και ενοχλητικοί αστεϊσμοί ή λόγια, που αυτός που τα λέει τα θεωρεί έξυπνα:
«σταμάτα, επιτέλους, αυτές τις εξυπνάδες, γιατί μ’ εκνεύρισες || τι λες, μου
δανείζεις τη γυναίκα σου να πάω το βράδυ σ’ ένα πάρτι, γιατί η δικιά μου είναι
άρρωστη; -Εξυπνάδες!»·
- είναι τέρας εξυπνάδας, βλ. λ. τέρας·
- κάνει εξυπνάδες, βλ. φρ. πουλάει εξυπνάδες·
- λέει εξυπνάδες, βλ. φρ. πουλάει εξυπνάδες·
- πουλάει εξυπνάδες, κάνει τον έξυπνο, τον σπουδαίο,
τον πολύξερο ή επιδεικνύει τις γνώσεις του με σκοπό, να εντυπωσιάσει κάποιον ή
κάποιους: «κάθε φορά που έρχεται κάποια καινούρια γυναίκα στην παρέα μας, πουλάει
ένα σωρό εξυπνάδες για να την εντυπωσιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: για κορόιδο μ’
έχεις πάρει κι εξυπνάδες μου πουλάς· σαν κι εμένα παλικάρι δεν θα
κυβερνάς).