έξτρα πρίμα, επίρρ. [<γαλλ. extra
+ ιταλ. prima], πάρα πολύ καλά·
- είμαι έξτρα πρίμα, βρίσκομαι σε πάρα πολύ καλή
ψυχολογική, σωματική ή οικονομική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό δεν έχω το
παραμικρό παράπονο, γιατί είμαι έξτρα πρίμα»·
- περνώ έξτρα πρίμα, περνώ πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ
ωραία, είμαι σε άριστη διάθεση. (Λαϊκό τραγούδι: θα περνάω έξτρα πρίμα και
θα κολυμπώ στο χρήμα).