έξι κι ένα ή έξι και μία, άκλ. [φρ.], εύχρ.
μόνο στις παρακάτω φρ.:
- μου πάει έξι κι ένα ή μου πάει έξι και μία, φοβάμαι
υπερβολικά, τρομοκρατούμαι: «μόλις τον είδα με το μαχαίρι να με πλησιάζει, μου
πήγε έξι κι ένα». Συνών. μου πάει ζουμί (β) / μου πάει νερό (β) / μου πάει
πέντε πέντε / μου πάει ριπιτίδι / μου πάει τρεις και δέκα ή μου πάει
τρεις και μία ή μου πάει τρεις τριανταμία / μου πάει τσίρλα (β)·
- τα φέρνω έξι κι ένα, α. δεν τα καταφέρνω,
αποτυχαίνω: «μ’ ό,τι και να ασχοληθεί, τα φέρνει έξι κι ένα». β.
κατασπαταλώ τα χρήματά μου, την περιουσία μου: «κάποτε είχε μεγάλη περιουσία,
αλλά, με το μυαλό που κουβαλούσε, τα ’φερε έξι κι ένα και τώρα ζει με δανεικά».
(Λαϊκό τραγούδι: Αθήνα και Σκαραμαγκά κι όπου μυρίζ’ ωραία, ρετσίνα πίνω,
φιλάκια δίνω, σε χείλη ματωμένα, και πάνω στο λογαριασμό τα φέρνω έξι κι ένα).