εξήγηση, η, ουσ. [<αρχ. ἐξήγησις], εξήγηση· διασάφηση,
διευκρίνιση, συνήθως στον πλ. οι εξηγήσεις: «ακόμα περιμένω εξηγήσεις
για την απαράδεκτη στάση σου!»·
- δίνω εξήγηση ή δίνω εξηγήσεις, εξηγώ,
διευκρινίζω, διασαφηνίζω κάτι, δικαιολογούμαι σε κάποιον: «εγώ δε δίνω εξήγηση
σε κανέναν για τη στάση που κρατώ || είναι μέσα στο γραφείο του διευθυντή και
δίνει εξηγήσεις για τη χτεσινή απουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: έγινε
παρεξήγηση κι εξήγηση δε δόθηκε)·
- δίνω εξήγηση, ερμηνεύω: «δεν μπορώ να δώσω εξήγηση
γιατί φέρεται μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο!»·
- ζητώ εξηγήσεις, α. καλώ κάποιον να μου
διευκρινίσει κάποια στάση του, ιδίως αρνητική: «τον έπιασε στο καφενείο και του
ζητούσε εξηγήσεις για ποιο λόγο ήταν απεργοσπάστης || τον σταμάτησε στο δρόμο
και του ζητούσε εξηγήσεις για τις βλακείες που είχε πει γι’ αυτόν και για την οικογένειά
του». β. απαιτώ από κάποιον να μου ζητήσει συγγνώμη: «τον έπιασε μπροστά
σ’ όλον το κόσμο και του ζητούσε εξηγήσεις για τα λόγια που είπε για την
οικογένεια του»·
- κακή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η
προσφορά κακής και μικρής ποσότητας κάποιου ναρκωτικού: «του ’τυχε μια κακή
εξήγηση, αλλά να ’ταν κι άλλο»·
- καλή εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) η
προσφορά καλής και αρκετής ποσότητας κάποιου ναρκωτικού: «βρήκε μια καλή
εξήγηση και τράβηξε ίσια για το γρένι του»·
- όμορφη εξήγηση, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. φρ. φίνα
εξήγηση. (Λαϊκό τραγούδι: μάγκας θα πει φιλότιμος, μάγκας θα πει
ντερβίσης, μάγκας θα πει καλή καρδιά κι όμορφες εξηγήσεις)·
- φίνα εξήγηση, (στη γλώσσα της αργκό) καλή, σωστή,
καθώς πρέπει ενέργεια ή συμπεριφορά: «εκεί που θα πάμε θέλω φίνα εξήγηση, γιατί
πρόκειται να κάνω μια δουλειά μαζί τους». (Λαϊκό τραγούδι: για το δίκιο μου
πεθαίνω, το ’χω πει και θα το πω, κάνω φίνες εξηγήσεις κι άμα λάχει τα
χαλώ και παρόλα που ’μαι ξύπνιος, έχω ύφος ντροπαλό)·
- ωραία εξήγηση, βλ. φρ. φίνα εξήγηση. (Λαϊκό
τραγούδι: τρέξε κοντά μου, να χαρείς, να με παρηγορήσεις. Εσύ για μένα
έκανες ωραίες εξηγήσεις!).