εξέδρα, η, ουσ. [<αρχ. ἐξέδρα], η εξέδρα· κλιμακωτές
σειρές καθισμάτων στα γήπεδα, όπου κάθονται οι θεατές που παρακολουθούν κάποιον
ποδοσφαιρικό ή άλλον αγώνα καθώς, και αυτοί οι ίδιοι οι θεατές: «στην τελευταία
εξέδρα παρατηρήθηκαν διάφορες μικροσυμπλοκές μεταξύ των φιλάθλων || όλη η
εξέδρα πετάχτηκε όρθια και ζητωκραύγαζε»·
- παίζει για την εξέδρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)
ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος έχει ως κύριο μέλημά του να
εντυπωσιάζει τους φιλάθλους με τις περίτεχνες ενέργειές του στο παιχνίδι:
«είναι ο αγαπημένος παίχτης των φιλάθλων, γιατί παίζει για την εξέδρα». Συνών. παίζει
για την κερκίδα·
- στέλνω την μπάλα στην εξέδρα, βλ. λ. μπάλα·
- το κάνει για την εξέδρα, α. (στη γλώσσα του
ποδοσφαίρου) οι περίτεχνες ενέργειες του ποδοσφαιριστή για τον οποίο γίνεται
λόγος, γίνονται μόνο και μόνο για να ενθουσιάσει τους φιλάθλους που
παρακολουθούν το παιχνίδι: «ό,τι και να κάνει αυτός ο παίχτης, το κάνει για την
εξέδρα». β. ενεργεί με το συγκεκριμένο τρόπο μόνο και μόνο για να
εντυπωσιάσει την ομήγυρη: «ακόμη δεν κατάλαβες πως απ’ τη στιγμή που ήρθε η
τάδε, ό,τι κι αν κάνει ο δικός σου το κάνει για την εξέδρα;». Συνών. το
κάνει για την κερκίδα.