αιώνας,
ο, ουσ.
[<αρχ. αἰών], ο αιώνας· απροσδιόριστο χρονικό διάστημα που το θεωρούμε πολύ
μεγάλο: «έχει έναν αιώνα να περάσει απ’ αυτό το μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: σωστός
αιώνας φαίνεται σε μένα κάθε ώρα· έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες
τώρα)·
- ζει
σε άλλον αιώνα, δεν έχει αντιληφθεί, δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις που
έχουν συντελεστεί ή που συντελούνται: «μένει σ’ ένα καλυβάκι μακριά στην εξοχή
και δεν πήρε χαμπάρι πόσο μπροστά έχει πάει ο κόσμος, γιατί ζει σε άλλον αιώνα»·
- η
μάστιγα του αιώνα, το έιτζ: «η μάστιγα του αιώνα θερίζει στη μαύρη ήπειρο»·
- κάνω
έναν αιώνα, καθυστερώ πάρα πολύ, αργοπορώ υπερβολικά: «έκανες έναν αιώνα,
μέχρι να ’ρθεις»·
- μου
φάνηκε ολόκληρος αιώνας ή μου φάνηκε σωστός αιώνας, μικρή χρονική
περίοδος που, λόγω της αγωνίας ή της αδημονίας που με κατείχε ή λόγω της
σοβαρότητας κάποιας κατάστασης που υπάρχει, μου φάνηκε πολύ μεγάλη, ατελείωτη.
(Λαϊκό τραγούδι: σωστός αιώνας φαίνεται σε μένα κάθε ώρα, έχω
να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα)·
- ούτε
στον αιώνα τον άπαντα, κατηγορηματική άρνηση, ποτέ: «αφού δάνεισες λεφτά σ’
αυτόν τον μπαταξή, δε θα τα πάρεις πίσω ούτε στον αιώνα τον άπαντα»·
- ούτε
στους αιώνες των αιώνων, βλ. φρ. ούτε στον αιώνα τον άπαντα·
- στον
αιώνα τον άπαντα, α. στη αιωνιότητα και κατ’ επέκταση για πάντα: «θα
σε θυμάμαι στον αιώνα τον άπαντα για το καλό που μου ’χεις κάνει». β.
λέγεται επίσης και ως κατηγορηματική άρνηση, ποτέ: «εγώ να σε βοηθήσω; Στον
αιώνα τον άπαντα», δηλ. ποτέ δε θα σε βοηθήσω·
- στον
αιώνα του αιώνος ή στους αιώνες των αιώνων, α. για πάντα,
παντοτινά: «θα σ’ αγαπώ στους αιώνες των αιώνων». β. λέγεται επίσης και
ως κατηγορηματική άρνηση, ποτέ: «εγώ να σου δώσω λεφτά; Στον αιώνα του αιώνος»,
δηλ. ποτέ δε θα σου δώσω λεφτά. Φράση από την εκκλησιαστική υμνολογία, με την
οποία καταλήγουν πολλοί ύμνοι: νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ἀμήν(!)·
- …
του αιώνα, δηλώνει
υπερβολικά μεγάλη ποσότητα ή ένταση: «έφαγε το φαγητό του αιώνα || έφαγε το
ξύλο του αιώνα || έγινε ο σαματάς του αιώνα».