εξάρι, το, ουσ. [<αριθμητ. έξι + κατάλ. -άρι]. 1.
το χαρτί της τράπουλας με τον αριθμό έξι: «το τελευταίο φύλλο που τράβηξα ήταν
εξάρι». 2. η επιτυχία έξι προβλέψεων στο λότο: «είχε το μοναδικό εξάρι
και πήρε ένα κάρο λεφτά»· βλ. και λ. εξάρες·
- βγάζω εξάρι, πετυχαίνω έξι σωστές προβλέψεις στο λότο
και κερδίσω πολλά χρήματα: «έβγαλε εξάρι και χέστηκε στο τάλιρο»·
- πιάνω εξάρι, βλ. φρ. βγάζω εξάρι.