αιχμή,
η, ουσ.
[<αρχ. αἰχμή], η αιχμή· λόγος που υπονοεί κάποια κατηγορία ή μομφή εναντίον
κάποιου: «ο ελεγκτής στην έκθεσή του για τον οικονομικό έλεγχο της εταιρείας
άφηνε διάφορες αιχμές εναντίον του διοικητικού συμβουλίου»·
- η αιχμή
του δόρατος, το
βασικότερο και αποτελεσματικότερο όπλο ενός στρατεύματος, μιας στρατηγικής,
μιας πολιτικής, μιας πολιτικής παράταξης, μιας οικονομίας: «η αιχμή του δόρατος
του στρατού μας είναι η πανίσχυρη αεροπορία του || η ελάφρυνση των φόρων από τα
πλατιά λαϊκά στρώματα αποτελεί την αιχμή του δόρατος της πολιτικής του κόμματός
μας || τα γεωργικά προϊόντα αποτελούν την αιχμή του δόρατος της ελληνικής
οικονομίας»·
- ώρα
αιχμής ή ώρες
αιχμής, η ώρα, οι ώρες εκείνες κατά τις οποίες παρατηρείται αυξημένη
κυκλοφοριακή κίνηση ή αυξημένη κίνηση στην αγορά, στα καταστήματα: «δεν
κινούμαι ποτέ με τ’ αυτοκίνητό μου σε ώρα αιχμής || σε ώρες αιχμής γίνονται οι
περισσότερες κλεψιές εμπορευμάτων απ’ τα καταστήματα». (Τραγούδι: ώρα
αιχμής και βουβή, προσπερνά μια ατέλειωτη στρατιά, μα γίνεται η βουή
μουσική, κι ο ουρανός ανοίγει ξαφνικά)·