έξαλλος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. ἔξαλλος]. 1.
που είναι εκτός εαυτού: «γίνεται έξαλλος μ’ όλες αυτές τις βλακείες που ακούει
να λένε». 2. (για ψυχικές καταστάσεις) που είναι ιδιαίτερα έντονος,
ακράτητος, ασυγκράτητος: «έξαλλος ενθουσιασμός || έξαλλοι πανηγυρισμοί». 3.
που είναι προκλητικός, εκκεντρικός στο ντύσιμο ή στη συμπεριφορά του:
«ξεχωρίζει αμέσως απ’ όλους τους άλλους, γιατί φοράει πάντοτε έξαλλα ρούχα». Επίρρ.
έξαλλα·
- μου βγήκε έξαλλα ή μου τη βγήκε έξαλλα ή μου
τη βγήκε στο έξαλλο, ενήργησε, μου συμπεριφέρθηκε με προκλητικό τρόπο:
«όποιος μου τη βγαίνει έξαλλα, τον περιποιούμαι δεόντως». Για συνών. βλ. φρ. μου
βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε ανάποδα ή μου τη βγήκε στο ανάποδο, λ.
ανάποδος·
- ξηγιέμαι έξαλλα, συμπεριφέρομαι με ανάρμοστο,
εκκεντρικό, με σκληρό ιδίως τρόπο: «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί
ξηγιέται έξαλλα»·
- του βγαίνω έξαλλα ή του τη βγαίνω έξαλλα ή του
τη βγαίνω στο έξαλλο, ενεργώ, συμπεριφέρομαι εναντίον του με προκλητικό
τρόπο: «μόλις του τη βγήκα στο έξαλλο, έκατσε στ’ αβγά του». Για συνών. βλ. φρ.
του βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω ανάποδα ή του τη βγαίνω στο
ανάποδο, λ. ανάποδος.