εντύπωση, η, ουσ. [<μτγν. ἐντύπωσις], η εντύπωση·
- δίνω την εντύπωση πως... ή δίνω την εντύπωση
ότι..., φαίνομαι πως…, φαίνομαι ότι…: «έτσι όπως συμπεριφέρεσαι, δίνεις την
εντύπωση πως είσαι ύποπτος»·
- έχω την εντύπωση πως... ή έχω την εντύπωση
ότι..., νομίζω, μου φαίνεται, υποπτεύομαι: «έχω την εντύπωση πως κάποιος
μας παρακολουθεί»·
- κάνω εντύπωση, προκαλώ το ενδιαφέρον, την προσοχή,
προκαλώ ζωηρή αίσθηση, εντυπωσιάζω κάποιον ή την ομήγυρή μου: «έκανες πολλή
εντύπωση μ’ αυτά που τους είπες || έκανε μεγάλη εντύπωση με το καινούργιο του
αυτοκίνητο»·
- μάχη εντυπώσεων, βλ. φρ. πόλεμος εντυπώσεων·
- μου κάνει εντύπωση, μου κινεί το ενδιαφέρον, την
απορία, την προσοχή: «μου κάνει εντύπωση πώς μπορεί και ζει αυτός ο άνθρωπος με
τόση φτώχεια!»·
- πόλεμος εντυπώσεων, βλ. λ. πόλεμος.