εντολή, η, ουσ. [<αρχ. ἐντολή], η εντολή·
- οι δέκα εντολές, δεκάλογος που τίθεται πολλές φορές
ως όρος από κάποιον για τη συνύπαρξή του με κάποιον άλλον: «αν συμφωνήσεις να
τηρήσεις τις δέκα εντολές που θα σου δώσω, τότε παντρευόμαστε αύριο κιόλας».
(Λαϊκό τραγούδι: εάν δεν εφαρμόσεις τις δέκα εντολές, εγώ θα πάω μ’
άλλη κι εσύ πικρά θα κλαις). Αναφορά στο δεκάλογο που έδωσε ο Θεός στους
Εβραίους δια του Μωυσέως.