εντεκάρι κ. ενδεκάρι, το, ουσ. [<έντεκα +
κατάλ. -άρι], το εντεκάρι· η τρίτη και τελευταία κατά σειρά επιτυχίας πρόβλεψη
στο προπό, μετά το δεκατριάρι και το δωδεκάρι, που παίρνει και τα λιγότερα
κέρδη·
- βγάζω εντεκάρι ή πιάνω εντεκάρι, επί συνόλου
δεκατριών αγώνων στο δελτίο του προπό προβλέπω σωστά τους έντεκα, με αποτέλεσμα
να κερδίσω, αλλά πολύ λίγα χρήματα: «όταν βγάζει εντεκάρι, ούτε που πάει στο
προποτζίδικο να το εξαργυρώσει».