ένι μένι ντουντουμένι, το, άκλ., διαδικασία κλήρου σε
παιδικό παιχνίδι, ώστε να αναλάβει να κάνει κάτι ή και να κερδίσει κάτι το
παιδί στο οποίο θα έπεφτε ο κλήρος: «για να δούμε ποιος θα τα φυλάει στο
κρυφτό, θα παίξουμε το ένι μένι ντουντουμένι». Στην προκειμένη περίπτωση τα
παιδιά έκαναν κύκλο ή στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο και ένα από αυτά άρχιζε,
δείχνοντας κυκλικά ή με τη σειρά το κάθε παιδί, να λέει ρυθμικά και κάπως
τραγουδιστά: ένι μένι ντουντουμένι, τριαρόμ καζακόμ, πιφ τα λεβάντα πιφ. Το
παιδί στο οποίο θα τύχαινε να σταματήσει η διαδικασία, έβγαινε από τον κύκλο ή
από τη σειρά. Αυτό γινόταν μέχρι να μείνει ένα μόνο παιδί, το οποίο, ήταν
υποχρεωμένο να τα φυλάει στο κρυφτό ή, είχε την τύχη να κερδίσει κάτι που είχε
από πριν οριστεί. Συνών. α μπε μπαμπλόν·
- δεν παίζουμε το ένι μένι ντουντουμένι, μιλάμε
σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «όταν θα
ξανάρθεις, να έχεις συγκεκριμένες προτάσεις, γιατί δεν παίζουμε το ένι μένι ντουντουμένι».
Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το εδώ. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ.
κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε; γιατί
υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας,
τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με την υπόθεση για την οποία γίνεται
λόγος: «και βέβαια μπορώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου. Εμείς τι κάνουμε, το
ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για
λογαριασμό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της
φρ. κάνουμε ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Για συνών. βλ.
φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- παίζω το ένι μένι ντουντουμένι, δεν κάνω απολύτως
τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι
αυτός παίζει το ένι μένι ντουντουμένι». Για συνών. βλ. φρ. παίζω τις
κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- τι νόμισες, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε;λέγεται
με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια
υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανο γι’ αυτό: «για να
σου πω την αλήθεια, ήμουν σίγουρος πως θ’ αποτύχαινες στην προσπάθειά σου. –Τι
νόμισες, το ένι μένι ντουντουμένι παίζουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει
μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Για συνών. τι
νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα.