ένεση, η κ. ενέσα, η ουσ. [<αρχ. ἔνεσις], η
ένεση· η έγχυση ναρκωτικού υγρού στη φλέβα από τοξικομανή και αυτή η ίδια η
σύριγγα που χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό: «κάθε μέρα χρειάζεται την ένεσή
του για να είναι ήρεμος»·
- βάλ’ του μια ένεση, ειρωνική ή απειλητική προτροπή
σε άτομο να ενεργήσει με αυτόν τον τρόπο για να σταματήσει κάποιος να
παραφέρεται ή να δημιουργεί προβλήματα: «βάλ’ του μια ένεση, ρε παιδάκι μου, να
ησυχάσουμε!». Από την εικόνα του τοξικομανή που, όταν πάρει το ναρκωτικό με
ενδοφλέβια ένεση, ναρκώνεται και ηρεμεί·
- βαράει ενέσεις, α. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών) είναι τοξικομανής, κάνει χρήση ναρκωτικού με ενδοφλέβια ένεση: «απ’
τη μέρα που άρχισε να βαράει ενέσεις, όλοι οι φίλοι του τον έκαναν πέρα». β.
(γενικά) είναι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, βρίσκεται στα πρόθυρα
νευρικής κρίσης: «μην τον ενοχλείς διόλου, γιατί τον τελευταίο καιρό βαράει
ενέσεις». Από την εικόνα του τοξικομανή που, όταν βρίσκεται σε κρίση, κάνει
ένεση με ναρκωτικό για να ηρεμήσει·
- δεν πάω ούτε με ενέσεις, (στη νεοαργκό) σε καμιά
περίπτωση, με κανέναν τρόπο: «ακόμα και να με παρακαλέσει, δεν πάω ούτε με
ενέσεις να τον δω». Από το ότι όταν κάποιος τοξικομανής κάνει την ένεσή του,
όσο βρίσκεται υπό την επήρεια του ναρκωτικού, είναι άβουλο όργανο του
οποιουδήποτε. Συνών. δεν πάω ούτε με σφαίρες·
- δεν τον πάω ούτε με ενέσεις, (στη νεοαργκό) μου
είναι πάρα πολύ αντιπαθητικός: «αν έρθει μαζί σας κι ο τάδε, εγώ δε θα ’ρθω,
γιατί δεν τον πάω ούτε με ενέσεις». Συνών. δεν τον πάω ούτε με σφαίρες·
- θα σου βάλω ένεση, (ειρωνικά ή απειλητικά) θα σε
τιμωρήσω: «αν δεν κάτσεις καλά, θα σου βάλω ένεση». Από το ότι με αυτόν τον
τρόπο φοβέριζαν παλιότερα τα μικρά παιδιά, όταν ατακτούσαν, υπενθυμίζοντάς τους
τον πόνο της ένεσης·
- θα σου πατήσω ένεση, βλ. φρ. θα σου βάλω ένεση·
- ούτε με ενέσεις, (στη νεοαργκό) σε καμιά περίπτωση,
με κανέναν τρόπο: «δηλαδή, δε θα πας να τον δεις στο νοσοκομείο; -Ούτε με
ενέσεις». Συνών. ούτε με σφαίρες·
- πάτα του μια ένεση, βλ. φρ. βάλ’ του μια ένεση·
- τονωτική ένεση, βοήθεια, ενθάρρυνση ή ενίσχυση (ψυχική,
ψυχολογική ή οικονομική): «η συμπαράστασή σου και τα καλά σου λόγια, ήταν για
μένα τονωτική ένεση || τα χρήματα που μου ’δωσες ήταν τονωτική ένεση για μένα
|| θέλει μια τονωτική ένεση αυτός ο άνθρωπος για να πάει μπροστά στη δουλειά
του»·
- χρειάζεται ένεση, α. ειρωνική παρατήρηση για
άτομο που παραφέρεται ή που δημιουργεί προβλήματα: «ωχ, πάλι ένεση χρειάζεται ο
τάδε». Από το ότι, όταν ο τοξικομανής είναι σε κρίση, χρειάζεται να πάρει τη
δόση του για να ηρεμήσει. β. κάποιος ή κάτι έχει ανάγκη από εξωτερική
παρέμβαση για να λειτουργήσει φυσιολογικά: «πρέπει να του συμπαρασταθούμε όλοι,
γιατί χρειάζεται ένεση το παιδί για να πάει μπροστά || για να μπορέσει να
ορθοποδήσει η επιχείρησή σου, χρειάζεται μια γερή ένεση, γι’ αυτό πρέπει να
βρεθούν νέα κεφάλαια». Από το ότι μια ένεση για θεραπευτικούς λόγους τονώνει
τον οργανισμό·
- χτυπάει ενέσεις, βλ. φρ. βαράει ενέσεις.