ενέργεια, η, ουσ. [<αρχ. ἐνέργεια], η ενέργεια·
- βάζω σ’ ενέργεια, α. θέτω σε εφαρμογή προδιαγεγραμμένο
σχέδιο: «μόλις συμφωνήσουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι, θα βάλουμε σ’ ενέργεια την
ίδρυση του σωματείου μας». β. (για μηχανήματα) θέτω σε λειτουργία: «βάζω
σ’ ενέργεια τη γεννήτρια»·
- βάζω σ’ ενέργεια τα μεγάλα μέσα, α. μετά από
νόμιμη αλλά άκαρπη διαδικασία που ακολουθώ χρησιμοποιώ παράτυπες ή πλάγιες
ενέργειες: «απ’ τη στιγμή που ο ένας μ’ έστελνε στον άλλον, έβαλα σ’ ενέργεια
τα μεγάλα μέσα και μ’ ένα ωραίο λάδωμα τέλειωσε η δουλειά μου». β.
ενεργώ αυταρχικά, με σκληρότητα, χρησιμοποιώ βία για να πετύχω κάτι, ιδίως για
να πείσω ή να συνετίσω κάποιον: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, έβαλα σ’ ενέργεια
τα μεγάλα μέσα και μ’ ένα βρομόξυλο που του ’ριξα ξαναπήγε στο φροντιστήριο»·
- εν ενεργεία, (για στρατιωτικούς ή δημοσίους
υπαλλήλους) που βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία: «είναι αξιωματικός του ναυτικού
εν ενεργεία || είναι τμηματάρχης του υπουργείου οικονομικών εν ενεργεία».