ενδεχόμενο, το, ουσ. [ουδ. μτχ. ενεστ. του αρχ. ρ. ἐνδέχομαι],
ό,τι υπάρχει περίπτωση, ό,τι είναι πιθανό να συμβεί σε σχέση με κάτι: «αν δεν
προσέξουμε, υπάρχει το ενδεχόμενο να χάσουμε τη δουλειά»·
- για κάθε ενδεχόμενο, για κάθε πιθανή περίσταση ή
περίπτωση, καλού κακού: «επειδή ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, πήρε για κάθε
ενδεχόμενο μαζί της και την ομπρέλα της || κάθε φορά που παίρνει το μισθό του,
βάζει ένα μικρό ποσό στην τράπεζα για κάθε ενδεχόμενο»·
- διά παν ενδεχόμενο, βλ. φρ. για κάθε ενδεχόμενο.