εμφάνα,
η, ουσ.
[<εμφάνιση], (στη γλώσσα της αργκό) η εντυπωσιακή εμφάνιση, το εντυπωσιακό
παρουσιαστικό: «άλατης, εμφάνα με την καινούρια κουστουμιά!»·
- κάνω
εμφάνα ή κάνω την εμφάνα μου, παρουσιάζομαι επιδεικνύοντας τον εαυτό
μου: «μόλις έκανε την εμφάνα του με το καινούριο του αυτοκίνητο, μας κούφανε».