έμπνευση,
η, ουσ.
[<μτγν. ἔμπνευσις], η έμπνευση·
- έχω
έμπνευση, (ιδίως για χαρτοπαίγνιο) αρχίζω ξαφνικά να παίζω επικίνδυνα είτε
γιατί πιστεύω πως θα κερδίσω είτε γιατί υποπτεύομαι πως ο αντίπαλός μου
μπλοφάρει: «όταν έχω έμπνευση, μπορώ να ποντάρω οποιοδήποτε ποσό».