εμπιστοσύνη,
η, ουσ.
[<μσν. ἐμπιστοσύνη <ἔμπιστος + κατάλ. -σύνη], η εμπιστοσύνη·
- δεν
έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, πέρασε και είδε τόσα πολλά στη ζωή
του, που δεν εμπιστεύεται πια τίποτα και κανέναν: «τον πρόδωσαν τόσες πολλές
φορές γνωστοί και φίλοι, που στο εξής δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του»·
- έχω
εμπιστοσύνη (κάποιον), εμπιστεύομαι κάποιον: «αυτόν τον άνθρωπο τον έχω
εμπιστοσύνη, γιατί από μικρά παιδιά μεγαλώσαμε μαζί || μην έχεις εμπιστοσύνη σε
κανέναν, γιατί όλοι προσπαθούν να σε βάλουν στο χέρι»·
- έχω
εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- έχω
τυφλή εμπιστοσύνη (σε κάποιον), εμπιστεύομαι απόλυτα κάποιον: «είναι
δίκαιος άνθρωπος, γι’ αυτό έχω τυφλή εμπιστοσύνη στην κρίση του». (Λαϊκό
τραγούδι: εμπιστοσύνη είχα τυφλή σ’ αγάπη και φιλία. Δηλητήριο
κι οι δυο τους με ποτίσανε, την καρδούλα μου στα δυο την ξεσκίσανε!)·
- πρόσωπο
κοινής εμπιστοσύνης, βλ. λ. πρόσωπο·
- ψήφος
εμπιστοσύνης, βλ. λ. ψήφος.