έμπα2, ρ. [προστακτ. του ρ. μπαίνω], έλα, προχώρησε σε ένα χώρο ή σε μια δραστηριότητα: «έμπα και μη φοβάσαι κανέναν, γιατί θα είμαστε κι εμείς μέσα στην αίθουσα || αφού το ξέρεις πως είναι στραβόξυλο ο καθηγητής, έμπα δυνατά στο διάβασμα»·
- έμπα! ή έμπα του! ενθαρρυντικό επιφών. σε κάποιον που αναμετριέται ή συναγωνίζεται κάποιον άλλον σωματικά ή πνευματικά· βλ. και λ. μπαίνω.