αίσθηση,
η, ουσ.
[<αρχ. αἴσθησις], η αίσθηση·
- βρίσκω
τις αισθήσεις μου, μετά από λιποθυμία αρχίζω να έχω πάλι συναίσθηση,
επίγνωση του χώρου, να αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει γύρω μου: «ηρέμησαν όλοι οι
συγγενείς, μόλις το παιδί άρχισε να βρίσκει τις αισθήσεις του»·
- δε
μου κάνει αίσθηση, (για πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις) δε μου προκαλεί
καμιά εντύπωση, κανένα ενδιαφέρον, μου είναι αδιάφορος: «δε μου κάνει αίσθηση
αυτός ο άνθρωπος || όσο και να φωνάζεις, δε μου κάνει αίσθηση». Πολλές φορές,
μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καμιά·
- δεν
έχει την αίσθηση της πραγματικότητας, δεν έχει επίγνωση, συναίσθηση των
όσων, ιδίως κακών, διαδραματίζονται γύρω του: «η οικονομία μας δεν πάει καθόλου
καλά, αλλά αυτός δεν έχει την αίσθηση της πραγματικότητας και θέλει να κάνει
επέκταση στη δουλειά του»·
- (δεν)
έχει την αίσθηση του μέτρου, (δεν) έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα
όρια μέσα στα οποία πρέπει να κινείται, (δεν) έχει την ικανότητα να αποφεύγει
κάποιες ακραίες καταστάσεις: «δεν είναι ποτέ υπερβολικός στις εκδηλώσεις του,
γιατί έχει την αίσθηση του μέτρου || ώρες ώρες κάνει άλλ’ αντ’ άλλων, γιατί δεν
έχει την αίσθηση του μέτρου»·
- (δεν)
έχει την αίσθηση του χιούμορ, (δεν) μπορεί να εκφράζεται με χιούμορ, (δεν)
καταλαβαίνει το χιούμορ και (δεν) παρεξηγείται: «παρεξηγείται εύκολα, γιατί δεν
έχει την αίσθηση του χιούμορ || είναι άνθρωπος που έχει την αίσθηση του χιούμορ,
κι όχι μόνο δεν παρεξηγείται, όταν του κάνει κάποιος κάποιο αστείο, αλλά το
ευχαριστιέται κι από πάνω»·
- έκτη
αίσθηση, η ικανότητα που έχει κάποιος να μπορεί να διαισθάνεται το τι
πρόκειται να συμβεί: «μ’ είχε προειδοποιήσει πως θα πάθαινα κάποιο κακό, γιατί
έχει την έκτη αίσθηση»·
- κάνω
αίσθηση, προκαλώ εντύπωση με το παρουσιαστικό μου ή με τα λεγόμενά μου:
«χτες βράδυ έκανες αίσθηση με το καινούριο σου κουστούμι || ο πρόεδρος έκανε
αίσθηση με το λόγο που εκφώνησε»·
- χάνω
τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ: «όπως περπατούσε, έχασε τις αισθήσεις του κι
έπεσε πάνω στο πεζοδρόμιο».