ελεφαντίαση,
η, ουσ.
[<μτγν. ἐλεφαντίασις], η ελεφαντίαση·
- έχει
ελεφαντίαση στο μυαλό, είναι πάρα πολύ κουτός, πάρα πολύ βλάκας, το μυαλό
του έχει πάθει σκλήρυνση και δε λειτουργεί: «για να καταλάβει κάτι, πρέπει να
του το πεις χίλιες φορές, γιατί έχει ελεφαντίαση στο μυαλό». Από την εικόνα της
παραμόρφωσης που προκαλεί η ελεφαντίαση.