ελαφρός,
-ιά, -ό κ. ελαφρύς,
-ιά, -ύ, επίθ. [<αρχ. ἐλαφρός], ελαφρός· που είναι ελαφρόμυαλος,
επιπόλαιος, αφελής: «ό,τι και να του πεις, το κάνει χωρίς να το σκεφτεί, γιατί
είναι ελαφρός άνθρωπος». Επίρρ. ελαφρά κ. ελαφριά· βλ. και λ.
αλαφρός και λαφρύς. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- ας
είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, ευχή σε επικήδειο ή σε νεκρολογία να
έχει ο νεκρός αιώνια ανάπαυση·
- γυναίκα
ελαφρών ηθών, βλ. λ. γυναίκα·
- ελαφρά
ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- ελαφρά
τη καρδία, βλ. λ. καρδιά·
- ελαφριά
γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- ελαφρό
υποκείμενο, βλ. λ. υποκείμενο·
- ελαφρύ
γλυκός, βλ. λ. γλυκός·
- έχει
ελαφρύ τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
-
έχει ελαφρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχω
ελαφρύ ύπνο ή έχω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος·
- κάνω
ελαφρύ ύπνο ή κάνω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος·
- κοιμάμαι
ελαφρά, ξυπνώ εύκολα: «με τον παραμικρό θόρυβο πετάγομαι όρθιος, γιατί
κοιμάμαι ελαφρά»·
- με
ελαφριά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- ντύνομαι
ελαφρά, φορώ λίγα και ελαφρά ρούχα: «ακόμη και το χειμώνα ντύνομαι ελαφρά»·
- παίρνω
ελαφρά (κάτι), δε δίνω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι, το αντιμετωπίζω
επιπόλαια: «το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό, γι’ αυτό δεν πρέπει να το πάρεις
ελαφρά»·
- τρώω
ελαφρά, τρώω λίγο ή τρώω φαγητό χωρίς λίπη και χωρίς πολλά καρυκεύματα: «ο
γιατρός μου συνέστησε να τρώω ελαφρά, γιατί έχω πρόβλημα με το στομάχι μου»·
- ύπνο
ελαφρύ, βλ. λ. ύπνος.