έκτρωση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἔκτρωσις], η έκτρωση·
- είναι
σαν έκτρωση, α. είναι φοβερά άσχημος: «η γυναίκα που πήρε, μπορεί να
’χει πολλά λεφτά, αλλά είναι σαν έκτρωση». β. είναι φοβερά
ταλαιπωρημένος, φοβερά καταπονημένος, έχει τα κακά του χάλια, δε βλέπεται:
«κάθε βράδυ που γυρίζει στο σπίτι, είναι σαν έκτρωση απ’ την κούραση». Αναφορά
στη μορφή του εμβρύου, που προέρχεται από έκτρωση.