εκπομπή,
η, ουσ. <αρχ.
ἐκπομπή], η εκπομπή·
- έχω
εκπομπή, βλ. φρ.
κάνω εκπομπή·
-
κάνω εκπομπή, α.
παρουσιάζω από
ραδιόφωνο ή τηλεόραση: «ποιος κάνει εκπομπή τ’ αθλητικά; || ποιος κάνει εκπομπή
για το βιβλίο; || εγώ κάνω μόνο πολιτικές εκπομπές». β. διαδίδω,
κοινολογώ ευρέως τα μυστικά κάποιου ή κάποιων: «μόλις του εμπιστευτείς κάτι,
πηγαίνει αμέσως στο μπαράκι και κάνει εκπομπή».