εκείνος,
-η, -ο κ. κείνος,
-η, -ο, αντων. [<αρχ. ἐκείνος], εκείνος. 1. αναφορά σε άγνωστο
άτομο: «ποιος είναι εκείνος που στέκεται στη γωνία;». 2. λέγεται και
αντί ονόματος που για διάφορους λόγους δε θέλουμε να αναφέρουμε: «πέρασε και σε
ζητούσε εκείνος, ξέρεις εσύ». 3. λέγεται, πολλές φορές, πάνω στην
προσπάθειά μας να θυμηθούμε κάτι που μας διαφεύγει προσωρινά: «δώσε μου εκείνο,
να δεις μωρέ πώς το λένε… -Τι το θέλεις; -Να ξεκαρφώσω αυτό το καρφί. -Την
πένσα. -Αυτή, που να πάρ’ η ευχή!». 4. λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα
γνωστά ή σπουδαία που ανήκουν στο παρελθόν: «θυμάσαι εκείνον τον σπουδαίο
καθηγητή! || τι έχεις να πεις για κείνη την περίπτωση που λίγο έλειψε να
σκοτωθούμε!». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από
πού ’σαι κλωναράκι; -Από κείνο το δεντράκι, βλ. λ. δεντράκι·
- από
τούτα κι από κείνα, βλ. λ. τούτος·
- εκείνα
που ήξερες να τα ξεχάσεις ή εκείνα που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ.ξέρω·
- άσε
εκείνα που ήξερες! βλ. λ. ξέρω·
- εκείνη
τη φορά, βλ. λ. φορά·
- εκείνον
που βλέπει ο παπάς, εκείνον θυμιατίζει, βλ. λ. παπάς·
- εκείνος
που…, όποιος: «εκείνος που θα μου βρει το σκυλάκι που έχασα, θα αμειφθεί
γενναία»·
- εκείνος
που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- εκείνος
που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει
τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- εκείνος
που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, πρέπει ο καθένας να
στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις αν θέλει να είναι ανεξάρτητος: «πρέπει να
προσπαθήσεις να είσαι οικονομικά ισχυρός, γιατί, εκείνος που περιμένει από
άλλονε, πολύ αργά δειπνάει»·
- και
του κουμπάρου ο σκύλος, σύντεκνος είναι κι εκείνος, βλ. λ. σύντεκνος·
- μ’
αυτά και με κείνα, βλ. λ. αυτός·
- με
τούτα και με κείνα, βλ. λ. τούτος·
- ν’
αφήσεις εκείνα που ήξερες, βλ. λ. ξέρω·
- να
και τούτη να και κείνη, βλ. λ. τούτος·
- να
ξεχάσεις εκείνα που ήξερες, βλ. λ. ξέρω·
- όλα
έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
- όποιος
πάει πρωτύτερα στο μύλο, εκείνος αλέθει, βλ. λ. μύλος·
- σαλίγκαρος
καιότανε κι εκείνος τραγουδούσε, βλ. λ. σαλίγκαρος·
- τον
καιρό εκείνο, βλ. λ. καιρός.