εκδίκηση,
η, ουσ.
[<μτγν. εκδίκησις], η εκδίκηση· η ανταπόδοση κακού ή κακής πράξης: «η
εκδίκηση ήταν φυσικό επακόλουθο, γιατί το κακό που έκαναν στην οικογένειά του
ήταν πολύ μεγάλο»·
- η
εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, θεωρία πως, όσο πιο αργά
εκδικηθούμε κάποιον που μας έκανε κάποιο κακό, τόσο η εκδίκησή μας θα είναι πιο
δραστική, είτε γιατί θα έχει οργανωθεί πιο αποτελεσματικά είτε γιατί, καθώς θα
έχει περάσει ο καιρός, ο ένοχος θα έχει ξεθαρρέψει, οπότε το πλήγμα θα είναι
πιο καίριο και πιο οδυνηρό·
- ορκίζομαι
εκδίκηση, ορκίζομαι να εκδικηθώ: «ορκίστηκε εκδίκηση για το κακό που του
έκαναν»·
- παίρνω
εκδίκηση, εκδικούμαι: «με την πρώτη ευκαιρία, πήρε εκδίκηση για τη
δολοφονία του αδερφού του».