εκατό,
το, αριθμητ.
απόλ. [<αρχ. ἑκατόν], το εκατό. 1. η Άμεση Δράση και το αυτοκίνητο
στο οποίο επιβαίνουν οι άντρες που υπηρετούν σε αυτή: «επειδή γινόταν φασαρία
τηλεφώνησε να ’ρθει το εκατό || απ’ το βάθος του δρόμου, φάνηκε να έρχεται το
εκατό». (Λαϊκό τραγούδι: όπου γίνεται καβγάς, να, το εκατό·κι
άλλοι είν’ η αιτία, όμως λεν πως φταίω εγώ). Από το ότι ο αριθμός του τηλεφώνου
με το οποίο καλούμε την Άμεση Δράση είναι για λόγους ευκολίας το 100, εκατό. 2.
ως επιφών. επαναλαμβανόμενο εκατόοο! εκατόοο! ακούγεται ρυθμικά από
τους φιλάθλους ομάδας του μπάσκετ, ζητώντας με αυτόν τον τρόπο από τους παίχτες
της, που παίζουν πολύ καλά, να φτάσουν τους εκατό πόντους·
- ένας
είναι ένας, δυο είναι έντεκα, τρεις είναι εκατόν έντεκα, βλ. λ. ένας·
- εκατό
τα εκατό ή εκατό τοις εκατό, βλ. φρ. χίλια τα εκατό·
- εκατό
φορές, βλ. λ. φορά·
- εκατό
χρονώ γάιδαρος περπατησιά δε μαθαίνει, βλ. λ. γάιδαρος·
- εκατό
ώρες, βλ. λ. ώρα·
- η
αλεπού εκατό, τ’ αλεπουδάκια εκατόν πέντε, γίνεται; (ενν. χρονώ), βλ. λ.αλεπού·
- λίρα
εκατό, βλ. λ. λίρα·
- τα
εκατό πρώτα χρόνια είναι δύσκολα ή τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα, βλ. λ. χρόνος·
- χίλια
τα εκατό ή χίλια τοις εκατό, α. εντελώς, απόλυτα: «έχεις
δίκιο χίλια τα εκατό». β. έκφραση απόλυτης διαβεβαίωσης: «θα ’ρθεις το
βράδυ στη συγκέντρωση; -Χίλια τοις εκατό».