είναι,
ρ. [γ΄ εν. και
πλ. του ρ. είμαι], ως ουσ. το είναι, ό,τι πολυτιμότερο έχει κανείς στη
ζωή του: «είσαι το είναι μου». Για φρ. που αρχίζουν από δεν είναι, βλ. και
λ. δεν· βλ. και λ. είμαι. (Ακολουθούν 1097 φρ.)·
- άμα
είναι η πούτσα κοντή, αμποδούν (= εμποδίζουν) οι τρίχες, βλ. λ. πούτσα·
- αν
είναι να…, αν πρόκειται να…: «έλα, αλλά αν είναι να γκρινιάζεις, καλύτερα
να μην έρθεις»·
- αν
είναι να ’ρθει, θενά ’ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), βλ. λ. ήρθα·
- ας
είναι, αναγκαστική και συνήθως χατιρική αποδοχή ή συναίνεση στο να γίνει
κάτι: «αφού επιμένεις τόσο πολύ, ας είναι, συμφωνώ μαζί σου || αφού θέλει τόσο
πολύ να ’ρθει, ας είναι || αφού το θέλεις τόσο πολύ, ας είναι, πάρ’ το»·
- (αυτό)
είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- (αυτό)
είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- (αυτό)
είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- (αυτό)
είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πράγμα·
- (αυτό)
είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό
είναι για τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- αυτό
είναι κι άλλο δεν είναι, βλ. λ. αυτός·
- αυτός
είναι και κανένας άλλος, βλ. λ. αυτός·
- αυτός
είναι κι άλλος δεν είναι, βλ. λ. αυτός·
- δεν
είναι να…, έκφραση που αποτρέπει κάποιον να ενεργήσει όπως δηλώνει το ρ.
που ακολουθεί: «δεν είναι να κατεβείς στην αγορά, γιατί υπάρχει μεγάλη
ακρίβεια»·
- δόσιμο,
το Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
- είναι
αγαμήτου και απάρτου γωνία, βλ. λ. αγαμήτου·
- είναι
αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- είναι
άδεια τ’ αμπάρια, βλ. λ. αμπάρι·
- είναι
αδικημένος απ’ τη φύση, βλ. λ. φύση·
- είναι
αδύνατο(ν) να…, βλ. λ. αδύνατος·
- είναι
αετός στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
αθώος του αίματος (κάποιου), βλ. λ. αίμα·
- είναι
αίμα μου, βλ. λ. αίμα·
- είναι
άκακο αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
- είναι
άκακο αρνί, βλ. λ. αρνί·
- είναι
ακόμα μωρό, βλ. λ. μωρό·
- είναι
ακόμα στο μέλι, βλ. λ. μέλι·
- είναι
ακόμα στο πρώτο ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- είναι
ακουστικός τύπος, βλ. λ. τύπος·
- είναι
ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι, βλ. λ. πίτουρο·
- είναι
ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα, βλ. λ. πίτουρο·
- είναι
ακριβώς στα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- είναι
αλλού, βλ. λ. αλλού·
- είναι
άλλου είδους ταραχή, βλ. λ. είδος·
- είναι
αλλού νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι
αλλού ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είναι
αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι
αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι
ανάγκη να…, βλ. λ. ανάγκη·
- είναι
ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- είναι
ανάξιο(ς) λόγου, βλ. λ. λόγος·
- είναι
ανάπηρος στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
ανάποδος, βλ. λ. ανάποδος·
- είναι
ανάποδος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άνευ σημασίας, βλ. λ. σημασία·
- είναι
ανθρωπίνως αδύνατο(ν), βλ. λ. αδύνατος·
- είναι
άνθρωποί μου, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι
άνθρωπος καλής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι
άνθρωπος σπαθί, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άνθρωπος της κατάστασης, βλ. λ. άνθρωπος·
-
είναι άνθρωπος του και πέντε, βλ. λ. πέντε·
-
είναι άνθρωπος του παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
-
είναι άνθρωπος του συμφέροντος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άνθρωπος του τάδε, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
άνθρωπος των καταστάσεων, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
ανοιγμένη, (για γυναίκες) βλ. λ. ανοιγμένος·
- είναι
ανοιχτή, (για γυναίκες),βλ. λ. ανοιχτός·
- είναι
ανοιχτό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
ανοιχτός, βλ. λ. ανοιχτός·
- είναι
ανοιχτός από πίσω, βλ. λ. ανοιχτός·
- είναι
ανοιχτός ο δρόμος, βλ. λ. ανοιχτός·
-
είναι ανοιχτός ο ορίζοντας, βλ. λ. ορίζοντας·
- είναι
ανοιχτός σε όλα, βλ. λ. ανοιχτός·
- είναι
άνω ποταμών, βλ. λ. ποταμός·
- είναι
άξιο λόγου, (για πράγματα, θέματα, θεάματα) βλ. λ. λόγος·
- είναι
άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, βλ. λ. παιδί·
- είναι
άξιος για όλα, βλ. λ. άξιος·
- είναι
άξιος λόγου, (για πρόσωπα) βλ. λ. λόγος·
- είναι
άξιος της μοίρας του! βλ. λ. μοίρα·
- είναι
άξιος της τύχης του! βλ. λ. τύχη·
- είναι
απ’ άλλο ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- είναι
απ’ άλλο καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- είναι
απ’ αλλού, βλ. λ. αλλού·
- είναι
απ’ αυτές, βλ. λ. αυτός·
- είναι
απ’ αυτούς, βλ. λ. αυτός·
- είναι
απ’ τα Γκράβαρα, βλ. λ. Γκράβαρα·
- είναι
απ’ τα κόκαλα βγαλμένη, βλ. λ. κόκαλο·
- είναι
απ’ τη Γλυφάδα, βλ. λ. Γλυφάδα·
- είναι
απ’ την ίδια του τη φύση, βλ. λ. φύση·
- είναι
απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- είναι
απ’ τον τόπο μου, βλ. λ. τόπος·
- είναι
απ’ του διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
απ’ τους κακούς ή είναι με τους κακούς, βλ. λ. κακός·
- είναι
απαραδέκτου, βλ. λ. απαραδέκτου·
- είναι
απασφαλισμένη χειροβομβίδα, βλ. λ. χειροβομβίδα·
- είναι
άπιαστος στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
άπιαστος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
απίθανο να…, βλ. λ. απίθανο·
- είναι
απλώς οδοντόκρεμα, βλ. λ. οδοντόκρεμα·
- είναι
από άλλον πλανήτη, βλ. λ.. πλανήτης·
- είναι
από δέκα γαβ γαβ και πάνω, βλ. λ. γαβ·
- είναι
από (μεγάλο) σόι, βλ. λ. σόι·
- είναι
από (μεγάλο) τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- είναι
από δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- είναι
από καλή οικογένεια ή είναι καλής οικογενείας, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι
από καλό σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι
από μεγάλο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι
από νταμάρι, βλ. λ. νταμάρι·
- είναι
από ράτσα, βλ. λ. ράτσα·
- είναι
από σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- είναι
από σπίτι με αρχές, βλ. λ. σπίτι·
- είναι
από την ίδια του τη φύση, βλ. λ. φύση·
- είναι
από φύση του ή είναι απ’ τη φύση του, βλ. λ. φύση·
- είναι
από φυσικού του, βλ. λ. φυσικός·
- είναι
από χέρι (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- είναι
απόλαυση, βλ. λ. απόλαυση·
- είναι
απόλαυση να…, βλ. λ. απόλαυση·
- είναι
αποφασίζομεν και διατάζομεν, βλ. λ. αποφασίζω·
- είναι
αργά, βλ. λ. αργά·
- είναι
αργά για δάκρυα, βλ. λ. δάκρυ·
- είναι
αργός στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
άρρωστος ο άνθρωπος! βλ. λ. άρρωστος·
- είναι
αρχή μου, βλ. λ. αρχή·
- είναι
αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι
ασ’ τα να πάνε, βλ. λ. αφήνω·
- είναι
ασήκωτο, βλ. λ. ασήκωτος·
- είναι
άσος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
άσπρος σαν το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- είναι
άσχετος από δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
άσχετος με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- είναι
άσχημη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι
άσχημη η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
άσχημη η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
άσχημη (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι
άσχημο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- είναι
άσχημος (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι
άτιμη φάρα, βλ. λ. φάρα·
- είναι
άτιμη φύτρα, βλ. λ. φύτρα·
- είναι
άφαντος, βλ. λ. άφαντος·
- είναι
αφασία, βλ. λ. αφασία·
- είναι
άχρωμος, άοσμος και άγευστος, βλ. λ. άχρωμος·
- είναι
βαθιά νυχτωμένος ή είναι βαριά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτώνομαι·
- είναι
βαρέλι δίχως πάτο, βλ. λ. πάτος·
- είναι
βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- είναι
βαρίδι στα πόδια μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. βαρίδι·
- είναι
βάρκα γιαλό, βλ. λ. βάρκα·
- είναι
βάρκα χωρίς κουπιά, βλ. λ. βάρκα·
- είναι
βαρύς στ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είναι
βήτα, βλ. λ. βήτα·
- είναι
βίδα, βλ. λ. βίδα·
- είναι
βίδας, βλ. λ. βίδα·
- είναι
βίος και πολιτεία, βλ. λ. βίος·
- είναι
βλαστήμια η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι,
βλέπεις…, βλ. λ. βλέπω·
- είναι
βουβός σαν ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- είναι
βουτηγμένος στα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- είναι
βουτηγμένος στα χρέη, βλ. λ. χρέος·
- είναι
βουτηγμένος στην αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι
βουτηγμένος στην παρανομία, βλ. λ. παρανομία·
- είναι
βουτηγμένος στο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- είναι
βουτηγμένος στο ψέμα, βλ. λ. ψέμα·
- είναι
βρόμα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
βρόμικο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- είναι
γαβ γαβ, βλ. λ. γαβ·
- είναι
γαμώ! ή είναι και γαμώ! βλ. λ. γαμώ·
- είναι
γάτα, βλ. λ. γάτα·
-
είναι γάτα με πέταλα, βλ. λ. γάτα·
-
είναι γάτα χωρίς νύχια, βλ. λ. γάτα·
- είναι
γάτος, βλ. λ. γάτος·
- είναι
γεγονός, βλ. λ. γεγονός·
- είναι
γεια σου, βλ. λ. γεια·
- είναι
γελοίο να…, βλ. λ. γελοίος·
- είναι
γεμάτος ζωή, βλ. λ. ζωή·
- είναι
γέννημα θρέμμα, βλ. λ. γέννημα·
- είναι
γέννημα της φαντασίας σου, βλ. λ. γέννημα·
- είναι
γεννημένος…, βλ. λ. γεννημένος·
-
είναι γεννημένος ο ένας για τον άλλον, γεννημένος·
- είναι
γερή κανάτα, βλ. λ. κανάτα·
- είναι
γερή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι
γερό κανάτι, βλ. λ. κανάτι1·
- είναι
γερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
γερό κόζι, βλ. λ. κόζι·
-
είναι γερό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- είναι
γερό κουτάλι, βλ. λ. κουτάλι·
- είναι
γερό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
γερό πετσί, βλ. λ. πετσί·
- είναι
γερό πιρούνι, βλ. λ. πιρούνι·
- είναι
γερό ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- είναι
γερό σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- είναι
γερό σκαρί, βλ. λ. σκαρί·
- είναι
γερό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- είναι
γερός και δυνατός, βλ. λ. γερός·
- είναι
γερός πόντος, βλ. λ. πόντος·
- είναι
για γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- είναι
για γέλια και για κλάματα, βλ. λ. γέλιο·
- είναι
για γιαούρτωμα, βλ. λ. γιαούρτωμα·
-
είναι για γροθιές, βλ. λ. γροθιά·
-
είναι για δέκα ζωές (κάτι), βλ. λ. ζωή·
- είναι
για δέσιμο! ή είναι μουρλός για δέσιμο! ή είναι τρελός για
δέσιμο! βλ. λ. δέσιμο·
- είναι
για δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- είναι
για δυο, βλ. λ. δυο·
- είναι
για ζήτω ή είναι για τα ζήτω, βλ. λ. ζήτω·
- είναι
για ζίλια, βλ. λ. ζίλι·
- είναι
για κάρβουνα ή είναι για τα κάρβουνα ή είναι για κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
- είναι
για καρπαζιές, βλ. λ. καρπαζιά·
- είναι
για κλάματα, βλ. λ. κλάμα·
- είναι
για κλάσιμο, βλ. λ. κλάσιμο·
- είναι
για κλάψιμο, βλ. λ. κλάψιμο·
- είναι
για κλοτσιές, βλ. λ. κλοτσιά·
- είναι
για κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- είναι
για λυπημό ή είναι του λυπημού, βλ. λ. λυπημός·
- είναι
για λύπηση, βλ. λ. λύπηση·
- είναι
για μένα πασατέμπο(ς), βλ. λ. πασατέμπος·
- είναι
για μένα σπόρια, βλ. λ. σπόρι·
- είναι
για μπάτσα ή είναι για μπάτσες, βλ. λ. μπάτσα·
- είναι
για μπουνιές, βλ. λ. μπουνιά·
- είναι
(για) να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο ή είναι (για) να χτυπάς το
κεφάλι σου στον τοίχο, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
για να γελάει κανείς! βλ. λ. γελώ·
- είναι
για να γελάς! βλ. λ. γελώ·
- είναι
(για) να κάνεις εμετό! ή είναι (για) να κάνει κανείς εμετό! βλ. λ. εμετός·
- είναι
(για) να κάνεις το σταυρό σου! ή είναι (για) να κάνει κανείς το σταυρό
του! βλ. λ. σταυρός·
- είναι
(για) να κοκκινίζεις, βλ. λ. κοκκινίζεις·
- είναι
(για) να κρατάς τη μύτη σου, βλ. λ. μύτη·
- είναι
(για) να μασάς κουκιά και να τα φτύνεις, βλ. λ. κουκί·
- είναι
(για) να ξερνάς καλαπόδια! ή είναι (για) ξερνάει κανείς καλαπόδια! βλ. λ. καλαπόδι·
- είναι
(για) να πιάνεις τη μύτη σου, βλ. λ. μύτη·
- είναι
(για) να τινάζεις το γιακά σου! ή είναι (για) να τινάζει κανείς το γιακά
του! βλ. λ. γιακάς·
- είναι
για τον ασβέστη, βλ. λ. ασβέστης·
- είναι
(για) να τον κλαίν’ κι οι κότες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι κότες, βλ. λ. κότα·
- είναι
(για) να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι ρέγκες,
βλ. λ. ρέγκα·
- είναι
(για) να τον κλαις, βλ. λ. κλαίω·
- είναι
(για) να τον λυπάσαι ,βλ. λ. λυπάμαι·
- είναι
(για) να τον πιάνεις με την τσιμπίδα! ή είναι (για) να τον πιάνει κανείς
με την τσιμπίδα! βλ. λ. τσιμπίδα·
- είναι
(για) να τραβάς τα μαλλιά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά
του! βλ. λ. μαλλί·
- είναι
(για) να τραβάς το γιακά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς το γιακά
του! βλ. λ. γιακάς·
- είναι
(για) να τρελαίνεσαι, βλ. λ. τρελαίνομαι·
- είναι
(για) να φτύνεις κουκούτσια, βλ. λ. κουκούτσι·
- είναι
(για) να φυλάς τα ρούχα σου, βλ. λ. ρούχο·
- είναι
για ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- είναι
για πέταμα, βλ. λ. πέταμα·
- είναι
για πέταμα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
για πνίξιμο, βλ. λ. πνίξιμο·
- είναι
για σκαμπίλια, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- είναι
για σκοινί και σαπούνι, βλ. λ. σκοινί·
- είναι
για σκότωμα, βλ. λ. σκότωμα·
- είναι
για σφαλιάρες, βλ. λ. σφαλιάρα·
- είναι
για σφαλιάρωμα, βλ. λ. σφαλιάρωμα·
- είναι
για σφάξιμο, βλ. λ. σφάξιμο·
- είναι
για τα καλλιστεία, βλ. λ. καλλιστεία·
- είναι
για τα καράβια, βλ. λ. καράβι·
- είναι
για τα μπάζα, βλ. λ. μπάζα2·
- είναι
για τα παζάρια, βλ. λ. παζάρι·
- είναι
για τα παλιατζίδικα, βλ. λ. παλιατζίδικο·
- είναι
για τα πανηγύρια, βλ. λ. πανηγύρι·
- είναι
για τα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- είναι
για τα σκουπίδια, βλ. λ. σκουπίδι·
- είναι
για τα σκουπίδια η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
είναι για τα σκυλιά, βλ. λ. σκυλί·
- είναι
για τα φίδια, βλ. λ. φίδι·
- είναι
για τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
- είναι
για τις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- είναι
για το Δαφνί, βλ. λ. Δαφνί·
- είναι
για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
για το Λεμπέτι, βλ. λ. Λεμπέτι·
- είναι
για τον κώλο μου πεσκέσι, βλ. λ. κώλος·
- είναι
για τον παλιατζή, βλ. λ. παλιατζής·
- είναι
για φάπες, βλ. λ. φάπα·
- είναι
για φίλημα, βλ. λ. φίλημα·
- είναι
για φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- είναι
για φούσκους, βλ. λ. φούσκος·
- είναι
για φτύσιμο, βλ. λ. φτύσιμο·
- είναι
για χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- είναι
γιος του πατέρα του, βλ. λ. γιος·
- είναι
γκαγκάν, βλ. λ. γκαγκάν·
- είναι
γκάου, βλ. λ. γκάου·
- είναι
γκαραντί, βλ. λ. γκαραντί·
- είναι
γκιουλ μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- είναι
γλάστρα απότιστη, (για γυναίκες) βλ. λ. γλάστρα·
- είναι
γλυκά τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- είναι
γλυκό το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- είναι
γλυκός ο ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- είναι
γλυκός ο ύπνος το πρωί, βλ. λ. ύπνος·
- είναι
γλυκός σαν μέλι, βλ. λ. μέλι·
- είναι
γνωστό(ς) τοις πάσι, βλ. λ. γνωστός·
- είναι
γραμμένο με τα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- είναι
γραμμένο στο γόνατο, βλ. λ. γόνατο·
- είναι
γραμμένο στο μέτωπό μου! βλ. λ. μέτωπο·
- είναι
γραμμένο στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- είναι
γρήγορος στα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- είναι
γυαλί η θάλασσα, βλ. λ. γυαλί·
- είναι
γυαλί ο δρόμος, βλ. λ. γυαλί·
- είναι
δελφίνι, βλ. λ. δελφίνι·
- είναι
δεν είναι, περίπου: «τι ώρα είναι; -Είναι δεν είναι δέκα». (Λαϊκό τραγούδι:
πήρε κι απόψε το κατόπι μου. Είναι δεν είναι στα δεκάξι. Κάνει
χωρίστρα τα μαλλάκια του. Τα ματοτσίνορα μετάξι)·
- είναι
δεξί μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι
δεύτερη φύση του, βλ. λ. φύση·
- είναι
δεύτερος, βλ. λ. δεύτερος·
- είναι
δεύτερος (ακολουθεί όνομα), βλ. λ. δεύτερος·
- είναι
δήθεν, βλ. λ. δήθεν·
- είναι
δημόσιος κίνδυνος! βλ. λ. κίνδυνος·
- είναι
διάβολος με κέρατα, βλ. λ. διάβολος·
-
είναι διάβολος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
διαβόλου γέννα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
διαβόλου θηλυκό, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
διαβόλου κάλτσα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
διαβόλου σπέρμα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
διαβόλου σπορά, βλ. λ. σπορά·
- είναι
διαβόλου φύτρα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
διαθέσιμη, (για γυναίκες) βλ. λ. διαθέσιμος·
- είναι
διαλεγμένα ένα κι ένα, βλ. λ. διαλεγμένος·
- είναι
διαλεγμένοι ένας κι ένας, βλ. λ. διαλεγμένος·
- είναι
διαλογής, βλ. λ. διαλογή·
- είναι
δικαίωμά μου, βλ. λ. δικαίωμα·
- είναι
δική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
δική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- είναι
δίκιο; βλ. λ. δίκιο·
- είναι
δικός μας, βλ. λ. δικός·
- είναι
δικός μας άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
δικό μας παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι
δικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι
δικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- είναι
δικό μου καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- είναι
δικό μου παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι
δικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- είναι
δικός μου, βλ. λ. δικός·
- είναι
δικός μου άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
δικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- είναι
διπλή προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- είναι
διχασμένη προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- είναι
δουλειά αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- είναι
δουλειά του τάδε, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
δράκου γέννα, βλ. λ. δράκος·
- είναι
δράμα, βλ. λ. δράμα·
- είναι
δράμα για να… ή είναι ένα δράμα για να…, βλ. λ. δράμα·
- είναι
δύναμη, βλ. λ. δύναμη·
- είναι
δυνατή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι
δυνατόν! βλ. λ. δυνατό·
- είναι
δυνατό(ν) να..., βλ. λ. δυνατό·
- είναι
δυο κορμιά μια ψυχή, βλ. λ. κορμί·
- είναι
δύσκολη η θέση μου, βλ. λ. θέση·
- είναι
δύσκολος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
δύσκολος ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- είναι
εγκέφαλος, βλ. λ. εγκέφαλος·
- είναι
εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού, βλ. λ. αλλού·
- είναι
εκ φύσεως, βλ. λ. φύση·
- είναι
έκτακτος, βλ. λ. έκτακτος·
- είναι
εκτός έδρας, βλ. λ. έδρα·
- είναι
εκτός ελέγχου, βλ. λ. έλεγχος·
- είναι
εκτός εποχής, βλ. λ. εποχή·
- είναι
εκτός θέματος, βλ. λ. θέμα·
- είναι
εκτός κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
-
είναι εκτός κυκλοφορίας, βλ. λ. κυκλοφορία·
- είναι
εκτός πραγματικότητας, βλ. λ. πραγματικότητα·
- είναι
εκτός τόπου και χρόνου, βλ. λ. τόπος·
- είναι
έν’ αρχίδι και μισό, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι
εν γνώσει μου, βλ. λ. γνώση·
- είναι
(ένα) ερείπιο, βλ. λ. ερείπιο·
- είναι
ένα ζώο και μισό, βλ. λ. ζώο·
- είναι
ένα και γη, βλ. λ. γη·
- είναι
ένα και τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- είναι
ένα και το αυτό, βλ. λ. ένας·
- είναι
ένα και χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είναι
ένα κέρατο αυτός! βλ. λ. κέρατο·
- είναι
ένα κομμάτι μάλαμα, βλ. λ. κομμάτι·
- είναι
ένα κομπολόι από…, βλ. λ. κομπολόι·
- είναι
ένα κρεβάτι κρέας, βλ. λ. κρέας·
- είναι
ένα μάτσο κόκαλα, βλ. λ. κόκαλο·
- είναι
ένα μάτσο κρέας, βλ. λ. κρέας·
- είναι
ένα μάτσο χάλια, βλ. λ. χάλι·
- είναι
ένα μεγάλο παιδί, βλ. λ. παιδί·
- είναι
ένα μέτρο με τα χέρια στην ανάταση, βλ. λ. μέτρο·
- είναι
ένα όνειρο (για κάποιον κάτι), βλ. λ. όνειρο·
- είναι
ένα πανί, βλ. λ. πανί·
- είναι
ένα στόμα! βλ. λ. στόμα·
- είναι
ένα σώμα μια ψυχή, (για ζευγάρια) βλ. λ. σώμα·
- είναι
ένα τακίμι, (για δυο ή και περισσότερα άτομα) βλ. λ. τακίμι·
- είναι
ένα τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- είναι
ένας βλάκας και μισός, βλ. λ. βλάκας·
- είναι
ένας (κι) αυτός! ή είναι (κι) αυτός ένας! ή σου είναι ένας (κι)
αυτός! ή σου είναι (κι) αυτός ένας! βλ. λ. ένας·
- είναι
ένας μαλάκας και μισός, βλ. λ. μαλάκας·
- είναι
(ένας) του δρόμου, (για άντρες), βλ. λ. δρόμος·
- είναι
εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
- είναι
εντάξει τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
εξ επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- είναι
εξπέρ στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
έξω απ’ την πόρτα μου (σου, του κ.λπ.) (κάτι), βλ. λ. πόρτα·
- είναι
έξω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
επιστροφή, βλ. λ. επιστροφή·
- είναι
επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
- είναι
έργο ζωής, βλ. λ. ζωή·
- είναι
έργο του…, βλ. λ. έργο·
- είναι
έτη φωτός μπροστά, βλ. λ. έτος·
- είναι
ετοιματζίδικο, βλ. λ. ετοιματζίδικο·
- είναι
ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι
ευχής έργο, βλ. λ. ευχή·
- είναι
εφτάψυχη σαν γάτα, βλ. λ. γάτα·
- είναι
ζαγάρι στα χασαπιά, βλ. λ. χασαπιό·
- είναι
ζηλιάρα σαν γάτα, βλ. λ. γάτα·
- είναι
ζήτημα αν..., βλ. λ. ζήτημα·
- είναι
ζήτημα αρχής, βλ. λ. αρχή·
- είναι
ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι
ζήτημα χρόνου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι
ζόρικα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
ζούρλα, βλ. λ. ζούρλα·
- είναι
ζωντανή κούκλα, βλ. λ. κούκλα·
- είναι
η ζωή μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. ζωή·
- είναι
η καλύτερη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
η καλύτερή μου, βλ. λ. καλύτερος·
- είναι
η καρδιά του σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. πέτρα·
- είναι
η σπεσιαλιτέ μου, βλ. λ. σπεσιαλιτέ·
- είναι
η τελευταία τρύπα του ζουρνά, βλ. λ. ζουρνάς·
- είναι
ή του ύψους ή του βάθους, βλ. λ. ύψος·
- είναι
η ψυχή…, βλ. λ. ψυχή·
- είναι
η ψυχή μου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- είναι
η ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- είναι
ηλεκτρικό πιρούνι, βλ. λ. πιρούνι·
- είναι
θάνατος (κάτι), βλ. λ. θάνατος·
- είναι
θαύμα, βλ. λ. θαύμα·
- είναι,
Θεέ μου, φύλαγε, βλ. λ. Θεός·
- είναι
θέμα χρόνου, βλ. λ. θέμα·
- είναι
θετικό, βλ. λ. θετικός·
- είναι
θηρίο, βλ. λ. θηρίο·
- είναι
θηρίο ανήμερο, βλ. λ. θηρίο·
- είναι
ίδια κι απαράλλαχτα, βλ. λ. απαράλλαχτος·
- είναι
ίδια φάρα ή είναι μια φάρα, βλ. λ. φάρα·
- είναι
ίδιον (κάποιου κάτι), βλ. λ. ίδιον·
- είναι
ίδιος κι απαράλλαχτος, απαράλλαχτος·
- είναι
ικανός, βλ. λ. ικανός·
- είναι
ικανός για όλα, βλ. λ. ικανός·
- είναι
καζάνι που βράζει, βλ. λ. καζάνι·
- είναι
καζίκι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
καθαρός ο ορίζοντας, βλ. λ. ορίζοντας·
- είναι
καθισμένη η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- είναι
καθρέφτης, (για πρόσωπα), βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι
καθρέφτης η θάλασσα, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι
καθρέφτης ο δρόμος, βλ. λ. καθρέφτης·
- είναι
καθωσπρέπει, βλ. λ. καθωσπρέπει·
- είναι
και Θεός που βλέπει από ψηλά, βλ. λ. Θεός·
- είναι
και με το ληστή και με το χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
- είναι
και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ, βλ. λ. χωροφύλακας·
- είναι
και να σε θέλει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- είναι
και να σε θέλει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- είναι
και να σε θέλει το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- είναι
και να σε θέλει το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- είναι
και ο πρώτος, βλ. λ. πρώτος·
- είναι
και ολίγον χωροφύλαξ και ολίγον αστυφύλαξ, βλ. λ. χωροφύλακας·
- είναι
και πολύ βήτα, βλ. λ. βήτα·
- είναι
και πολύ γαμώ! βλ. λ. γαμώ·
- είναι
και πολύ γεια σου, βλ. λ. γεια·
- είναι
και πολύ δεύτερος, βλ. λ. δεύτερος·
- είναι
και το πρώτο, βλ. λ. πρώτος·
- είναι
καινούριο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- είναι
καιρός για…, βλ. λ. καιρός·
- είναι
καιρός να... ή είναι καιρός τώρα να…, βλ. λ. καιρός·
- είναι
καιρός που... ή είναι καιρός τώρα που…, βλ. λ. καιρός·
- είναι
καιρός που δεν…, βλ. λ. καιρός·
- είναι
καιρός που μας άφησε, βλ. λ. καιρός·
- είναι
κακή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
κακή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
κακή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι
κακιά αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- είναι
κακιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι
κακιά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- είναι
κακιά φάρα, βλ. λ. φάρα·
- είναι
κακιά ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι
κακό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- είναι
κακός δαίμονας, βλ. λ. δαίμονας·
- είναι
κακός (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι
καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι
καλή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
καλή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
καλή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι
καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- είναι
καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι
καλής καρδιάς άνθρωπος, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
κάλμα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
καλμαρισμένη η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
καλό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι
καλό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- είναι
καλός μέχρι βλακείας, βλ. λ. βλακεία·
- είναι
καλός (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι
καμένο χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- είναι
καμωμένοι απ’ την ίδια πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι
καμωμένος από άλλη πάστα ή είναι καμωμένος από διαφορετική πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι
κανόνι, (για μηχανήματα ή πράγματα), βλ. λ. κανόνι·
- είναι
καπούτ, (για μηχανήματα) βλ. λ. καπούτ·
- είναι
κάτι παραπάνω από..., βλ. λ. κάτι·
- είναι
κατσικοπόδαρος, βλ. λ. κατσικοπόδαρος·
- είναι
κάτω απ’ τα ρούχα ή είναι στα ρούχα, βλ. λ. ρούχο·
- είναι
κάτω απ’ την ομπρέλα (του τάδε), βλ. λ. ομπρέλα·
- είναι
κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
κεφάλι (κάπου), βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- είναι
κι αυτό κάτι, βλ. λ. κάτι·
- είναι
κι αυτό μέσ’ στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
-
είναι κίνδυνος θάνατος! βλ. λ. κίνδυνος·
- είναι
κλεισμένο, (για κέντρα διασκέδασης) βλ. λ. κλεισμένος·
- είναι
κλεισμένος ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- είναι
κλεισμένος στον εαυτό του, βλ. λ. εαυτός·
- είναι
κλειστός ο ορίζοντας, βλ. λ. ορίζοντας·
- είναι
κολλημένο με σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
- είναι
κολλημένος στο φουστάνι της, βλ. λ. φουστάνι·
- είναι
κολλημένος στο φουστάνι της μάνας του, βλ. λ. φουστάνι·
- είναι
κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου, βλ. λ. μέτρο·
- είναι
κόντρα ο καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι
κοντό το χέρι του να φτάσει και σε μένα, βλ. λ. χέρι·
- είναι
κόπου άξιο, βλ. λ. κόπος·
- είναι
κορόνα γράμματα, βλ. λ. κορόνα·
- είναι
κότσος, βλ. λ. κότσος·
- είναι
κούκλα (κάτι), βλ. λ. κούκλα·
- είναι
κούκλα ζωντανή, βλ. λ. κούκλα·
- είναι
κουτό να…, βλ. λ. κουτός·
- είναι
κουτσό άλογο, βλ. λ. άλογο·
- είναι
κούφιο καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- είναι
κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
κοφτερή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι
κοφτερό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
κρέας και νύχι, βλ. λ. κρέας·
- είναι
κρίμα, βλ. λ. κρίμα·
- είναι
κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι
κώλος ακάθιστος, βλ. λ. κώλος·
- είναι
κώλος και βρακί, βλ. λ. κώλος·
- είναι
κώλος ξεβράκωτος, βλ. λ. κώλος·
- είναι
λάδι η θάλασσα, βλ. λ. λάδι·
- είναι
λάθος μου, βλ. λ. λάθος·
- είναι
λαμόγια η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
λαχείο, βλ. λ. λαχείο·
- είναι
λαχνός, βλ. λ. λαχνός·
- είναι
λεοντάρι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
λεπτή η θέση μου, βλ. λ. θέση·
- είναι
λες και κατάπιε καδρόνι ή είναι σαν να κατάπιε καδρόνι, βλ. λ. καδρόνι·
- είναι
λες και κατάπιε μπαστούνι ή είναι σαν να κατάπιε μπαστούνι, βλ. λ. μπαστούνι·
- είναι
λες και κατάπιε σανίδα ή είναι σαν να κατάπιε σανίδα, βλ. λ. σανίδα·
- είναι
λες και κατάπιε σκεπάρνι ή είναι σαν να κατάπιε σκεπάρνι, βλ. λ. σκεπάρνι·
- είναι
λες και κατάπιε σκουπόξυλο ή είναι σαν να κατάπιε σκουπόξυλο, βλ. λ. σκουπόξυλο·
- είναι
λίγα τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- είναι
λίγα τα κουκιά του, βλ. λ. κουκί·
- είναι
λίγα τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- είναι
λίγες οι μέρες του, βλ. λ. μέρα·
- είναι
λίγες οι ώρες του, βλ. λ. ώρα·
- είναι
λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- είναι
λογικό, βλ. λ. λογικός·
- είναι
λόγου άξιο, βλ. λ. λόγος·
- είναι
λόξα, βλ. λ. λόξα·
- είναι
λούκι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
λουλούδι του μπαξέ, βλ. λ. λουλούδι·
- είναι
λώλα, βλ. λ. λώλα·
- είναι
μακριά νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι
μακριά ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είναι
μαμ και μπαμ, βλ. λ. μαμ·
- είναι
μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- είναι
μάνα, βλ. λ. μάνα·
- είναι
μάνας γιος, βλ. λ. μάνα·
- είναι
μανίκι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
μανούλα (σε κάτι), βλ. λ. μανούλα·
- είναι
μανούρα, βλ. λ. μανούρα·
- είναι
μάρκα, βλ. λ. μάρκα·
- είναι
μάρκα μ’ έκαψες! βλ. λ. μάρκα·
- είναι
μάρκα ντεποζέ! βλ. λ. μάρκα·
- είναι
(μαύρη) απελπισία, βλ. λ. απελπισία·
- είναι
μαύρη η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
μαύρη σαν καλιακούδα, βλ. λ. καλιακούδα·
- είναι
μαύρος κατράμι ή είναι μαύρος σαν κατράμι ή είναι μαύρος σαν το
κατράμι, βλ. λ. κατράμι·
- είναι
μαύρος σαν κόρακας ή είναι μαύρος σαν τον κόρακα, βλ. λ. κόρακας·
- είναι
μαύρος πίσσα ή είναι μαύρος σαν πίσσα ή είναι μαύρος σαν την
πίσσα, βλ. λ. πίσσα·
- είναι
μαύρος σαν τηγάνι ή είναι μαύρος σαν το τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
- είναι
μαύρος σαν τσουκάλι ή είναι μαύρος σαν το τσουκάλι, βλ. λ. τσουκάλι·
- είναι
με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι
με τα δυο πόδια (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι
με τα φεγγάρια του, βλ. λ. φεγγάρι·
- είναι
με τις μέρες του, βλ. λ. μέρα·
- είναι
με τις νότες του, βλ. λ. νότα·
- είναι
με το γέλιο στο στόμα, βλ.λ. γέλιο·
- είναι
με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι
με το ένα πόδι (του) στον τάφο, βλ. λ. πόδι·
- είναι
μεγαλείο, βλ. λ. μεγαλείο·
- είναι
μεγάλη αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι
μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
μεγάλη ράτσα, βλ. λ. ράτσα·
- είναι
μεγάλη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι
μεγάλης ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- είναι
(μεγάλης) ολκής, βλ. λ. ολκή·
- είναι
μεγάλο αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι
μεγάλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
μεγάλο μαχαίρι, βλ. λ. μαχαίρι·
- είναι
μεγάλο μούτρο, βλ. λ. μούτρο·
- είναι
μεγάλο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
μεγάλο νούμερο, βλ. λ. νούμερο·
- είναι
μεγάλο πιρούνι, βλ. λ. πιρούνι·
- είναι
μεγάλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
μεγάλο φτυάρι, βλ. λ. φτυάρι·
- είναι
μεγάλο ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- είναι
μεγάλου διαμετρήματος, βλ. λ. διαμέτρημα·
- είναι
μέρες να… ή είναι μέρες τώρα να…, βλ. λ. μέρα·
- είναι
μέρες που… ή είναι μέρες τώρα που…, βλ. λ. μέρα·
- είναι
μέσ’ στα σκατά, βλ. λ. σκατά·
- είναι
μέσ’ στη φασουλάδα (κάποιος), βλ. λ. φασουλάδα·
- είναι
μέσ’ στην καλή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι
μέσ’ στην τρελή χαρά, βλ. λ. χαρά·
- είναι
μέσα και κοιτάζει απέξω (απόξω), βλ. λ. μέσα·
- είναι
μέσα σ’ όλα, βλ. λ. όλος·
- είναι
μέσα στη φύση του, βλ. λ. φύση·
- είναι
μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζωή·
- είναι
μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, βλ. λ. φθορά·
- είναι
μετρημένα τα κουκιά του, βλ. λ. κουκί·
- είναι
μετρημένα τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- είναι
μετρημένες οι μέρες του, βλ. λ. μέρα·
- είναι
μετρημένες οι ώρες του, βλ. λ. ώρα·
- είναι
μέχρι κόκαλο ή είναι μέχρι το κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
-
είναι μηδέν, βλ. λ. μηδέν·
- είναι
μήνες που… ή είναι μήνες τώρα που…, βλ. λ. μήνας·
- είναι
μια αλεπού! βλ. λ. αλεπού·
- είναι
μια αμαρτία! βλ. λ. αμαρτία·
- είναι
μια ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- είναι
μια αυτή! βλ. λ. μία·
- είναι
μια βίζιτα μέσα, βλ. λ. βίζιτα·
- είναι
μια γριά αλεπού! βλ. λ. αλεπού·
- είναι
μια πίπα ή είναι πίπα, βλ. λ. πίπα·
- είναι
μια πονεμένη ιστορία, βλ. λ. πονεμένος·
- είναι
(μια) του δρόμου, (για γυναίκες), βλ. λ. δρόμος·
- είναι
μια τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- είναι
μια χαρά…, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
μιας κάποιας ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- είναι
μικρού διαμετρήματος, βλ. λ. διαμέτρημα·
- είναι
μόνο για το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- είναι
μόνο παράσταση, βλ. λ. παράσταση·
- είναι
μόνο σουλάτσο ή είναι όλο σουλάτσο, βλ. λ. σουλάτσο·
- είναι
μόνο φιγούρα και λεζάντα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και λεζάντα, βλ. λ. φιγούρα·
- είναι
μόνο φρου φρου κι αρώματα, βλ. λ. άρωμα·
- είναι
μόνος κι έρημος στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- είναι
(μόνος) σαν καλάμι στον κάμπο, βλ. λ. καλάμι·
- είναι
(μόνος) σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, βλ. λ. καλαμιά·
- είναι
μουνί, βλ. λ. μουνί·
- είναι
μούρλια, βλ. λ. μούρλια·
-
είναι μουσικό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- είναι
μπαίγνιο στα χέρια (κάποιου), βλ. λ. μπαίγνιο·
- είναι
μπαμ και κάτω, βλ. λ. μπαμ·
- είναι
μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- είναι
μπαρούτι, βλ. λ. μπαρούτι·
- είναι
μπαρούτι μοναχό, βλ. λ. μπαρούτι·
- είναι
μπιμπ μπιμπ, βλ. λ. μπιμπ·
- είναι
μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- είναι
μπροστά απ’ την εποχή του, βλ. λ. εποχή·
- είναι
μπροστά απ’ τον καιρό του, βλ. λ. καιρός·
- είναι
μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
μυστήρια μάρκα! βλ. λ. μάρκα·
- είναι
μυστήριο τραμ! βλ. λ. τραμ·
- είναι
μυστήριο τρένο! βλ. λ. τρένο·
- είναι
μυστήριο τρόλεϊ! βλ. λ. τρόλεϊ·
- είναι
να μην το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, βλ. λ. κούτρα·
- είναι
να την πιεις στο ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- είναι
να το ’χει η κούτρα σου, βλ. λ. κούτρα·
- είναι
να το ’χεις να… ή είναι να το ’χει κανείς να…, βλ. λ. έχω·
- είναι
να το ’χεις στο αίμα σου ή είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- είναι
να φάει άνθρωπο! βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
να χάνεις το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- είναι
νεκρό, (για τηλέφωνα) βλ. λ. νεκρός·
- είναι
νέο φρούτο, βλ. λ. φρούτο·
- είναι
νεύρο μοναχό, βλ. λ. νεύρο·
- είναι
νηστεία και προσευχή, βλ. λ. νηστεία·
- είναι
νοσοκομείο, βλ. λ. νοσοκομείο·
- είναι
ντιμπισφιρίκ, βλ. λ. ντιμπισφιρίκ·
- είναι
ντου, βλ. λ. ντου·
- είναι
νωρίς για δάκρυα, βλ. λ. δάκρυ·
- είναι
ξερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
ο άνθρωπός μας, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
ο άνθρωπός μου, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
ο άνθρωπος της ημέρας, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
ο διάβολος μεταμορφωμένος, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
ο εκλεκτός (η εκλεκτή) της καρδιάς μου, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι
ο έρωτάς μου (κάτι), βλ. λ. έρωτας·
- είναι
ο Θεός να σε φυλάει, βλ. λ. Θεός·
- είναι
ο κακός μου δαίμονας, βλ. λ. δαίμονας·
- είναι
ο καλύτερος του χωριού, βλ. λ. χωριό·
- είναι
ο καπετάν ένας, βλ. λ. καπετάν·
- είναι
ο κλέφτης της καρδιάς μου, βλ. λ. κλέφτης·
- είναι
ο μόνος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- είναι
ο νάμπερ ουάν, βλ. λ. νάμπερ ουάν·
- είναι
ο πέμπτος τροχός της αμάξης, βλ. λ. τροχός·
- είναι
ο πρώτος, βλ. λ. πρώτος·
- είναι
ο τελευταίος τροχός της αμάξης, βλ. λ. τροχός·
- είναι
ο τελευταίος όλων, βλ. λ. τελευταίος·
- είναι
ο τελευταίος των τελευταίων, βλ. λ. τελευταίος·
- είναι
ο τύπος του…, βλ. λ. τύπος·
- είναι
ο φόβος και ο τρόμος, βλ. λ. φόβος·
- είναι
(οι δυο) όψεις του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- είναι
(οι δυο) πλευρές του ίδιου νομίσματος, πλευρά·
- είναι
ό,τι κι ό,τι, (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν έχουν καμιά αξία: «κάνει παρέα
με κάτι τύπους ό,τι κι ό,τι || έδωσε ένα σωρό λεφτά για ένα κάδρο ό,τι κι ό,τι»·
- είναι
ό,τι κι ό,τι, βλ. λ. ό,τι·
- είναι
οκέι, βλ. λ. οκέι·
- είναι
οικογενειακή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
όλα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- είναι
όλα μέλι γάλα, βλ. λ. γάλα·
- είναι
όλο λόγια ή είναι μόνο λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είναι
όλο μπλαμπλά ή είναι μόνο μπλαμπλά, βλ. λ. μπλαμπλά·
- είναι
όλο στο δώσε και στο δώσε, βλ. λ. δίνω·
- είναι
όλοι στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- είναι
όλο(ς) ζωή, βλ. λ. ζωή·
- είναι
όλο(ς) θεωρία ή είναι μόνο θεωρία ή είναι σκέτη θεωρία, βλ. λ. θεωρία·
- είναι
όλο(ς) ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- είναι
όλο(ς) ιδέα και κακό, βλ. λ. ιδέα·
- είναι
όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- είναι
όλο(ς) νεύρο, βλ. λ. νεύρο·
- είναι
όλο(ς) φιγούρα και ιδέα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και κακό ή είναι
μόνο φιγούρα και ιδέα ή είναι μόνο φιγούρα και κακό, βλ. λ. φιγούρα·
- είναι
όλο(ς) φρου φρου κι αρώματα, βλ. λ. φρου φρου·
- είναι
οπτικός τύπος, βλ. λ. τύπος·
- είναι
ό,τι χρειάζεται, βλ. λ. χρειάζομαι·
-
είναι ουάου, βλ. λ. ουάου·
- είναι
ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- είναι
παιδί της μαμάς του, βλ. λ. παιδί·
- είναι
παιδί του πατέρα του, βλ. λ. παιδί·
- είναι
παιχνιδάκι (παιχνίδι) για μένα, βλ. λ. παιχνιδάκι·
- είναι
παιχνιδάκι (παιχνίδι) η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
παιχνιδάκι στα χέρια του (της), βλ. λ. παιχνιδάκι·
- είναι
παιχνίδι στα χέρια του (της), βλ. λ. παιχνίδι·
- είναι
πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- είναι
παλαιών αρχών, βλ. λ. αρχή·
- είναι
παλιά αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι
παλιά πουτάνα, βλ. λ. πουτάνα·
- είναι
παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- είναι
παλιάς κοπής, βλ. λ. κοπή·
- είναι
παλιό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
-
είναι πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- είναι
πάντα ένα βήμα μπροστά, βλ. λ. βήμα·
- είναι
πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, βλ. λ. χαμόγελο·
- είναι
πάντα ο εαυτός του, βλ. λ. εαυτός·
- είναι
πάντα στο πάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- είναι
πανταχού παρών, βλ. λ. παρών·
- είναι
παντόφλα, βλ. λ. παντόφλα·
- είναι
πάνω απ’ όλα, βλ. λ. πάνω·
- είναι
πάνω απ’ όλους, βλ. λ. πάνω·
- είναι
πάνω απ’ τις δυνάμεις μου, βλ. λ. δύναμη·
- είναι
πάνω στην τρέλα του, βλ. λ. τρέλα·
- είναι
πάνω στο ζουμί του, βλ. λ. ζουμί·
- είναι
πάνω στο φόρτε του, βλ. λ. φόρτε·
- είναι
πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι
παρά φύση ή είναι παρά φύσιν, βλ. λ. φύση·
- είναι
παραμύθι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
παρασάγγας μακριά, βλ. λ. παρασάγγης·
- είναι
πάρε όλα τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- είναι
παρελθόν (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. παρελθόν·
- είναι
πατάτες για τα μούτρα σου, βλ. λ. πατάτα·
- είναι
πεθαμένη η δουλειά ή είναι πεθαμένες οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
πεθαμός η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
πειραγμένα τα νεύρα του, βλ. λ. νεύρο·
- είναι
πειραγμένο το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
πέρα απ’ τις δυνάμεις μου, βλ. λ. δύναμη·
- είναι
πέρα νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι
πέρα ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είναι
περασμένη η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- είναι
περασμένης ηλικίας, βλ. λ. ηλικίας·
- είναι
περήφανος στ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- είναι
περιβόλι, βλ. λ. περιβόλι·
- είναι
περιορισμένης ευθύνης, βλ. λ. ευθύνη·
- είναι
πεσμένη η δουλειά ή είναι πεσμένες οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
πετσί και κόκαλο, βλ. λ. πετσί·
- είναι
πήχτρα, βλ. λ. πήχτρα·
-
είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
-
είναι πιασμένη η γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- είναι
πιασμένη η θέση, βλ. λ. θέση·
- είναι
πιασμένος, βλ. λ. πιασμένος·
- είναι
πίτσα απ’ όλα, βλ. λ. πίτσα·
- είναι
πλάκα, (για γυναίκες) βλ. λ. γυναίκα·
- είναι
πλάκα, (για ρόδες) βλ. λ. πλάκα·
- είναι
πλάσμα της φαντασίας σου, βλ. λ. πλάσμα·
- είναι
πλασμένοι από την ίδια πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι
πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι
πλασμένος από άλλη πάστα ή πλασμένος από διαφορετική πάστα, βλ. λ.πάστα·
- είναι
πνεύμα αντιλογίας, βλ. λ. πνεύμα·
- είναι
πνιγμένος στα χρέη, βλ. λ. χρέος·
- είναι
πολλά τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- είναι
πολλή μούρη, βλ. λ. μούρη·
- είναι
πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια, βλ. λ. μπαρμπέρης·
- είναι
πολύ αρχίδι, βλ. λ. αρχίδι·
- είναι
πολύ αφημένος, βλ. λ. αφημένος·
- είναι
πολύ δεν, βλ. λ. δεν·
- είναι
πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι
πολύ μουνί! βλ. λ. μουνί·
- είναι
πολύ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
πολύ όπου, βλ. λ. όπου·
- είναι
πολύ πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
(πολύ) τραβηγμένο, βλ. λ. τραβηγμένος·
- είναι
που…, βλ. λ. που·
- είναι
που…, αλλιώς… (ειδάλλως…), που·
- είναι
που είναι…, λέγεται για κάποιον που ενώ έχει μια ιδιότητα, ιδίως κακή, σε
μεγάλο βαθμό, επιδιώκουμε με τις ενέργειές μας να την χειροτερέψουμε: «είναι
που είναι τρελός ο άνθρωπος, πας κι εσύ να τον αποτρελάνεις || είναι που είναι
σπάταλος ο άνθρωπος, τον παρασέρνεις κι εσύ στα νυχτερινά γλέντια σας, για να
μην του μείνει δραχμή»· βλ. και φρ. είμαι που είμαι, λ. είμαι·
- είναι
πούστης στην ψυχή, βλ. λ. πούστης·
- είναι
πουτάνα στην ψυχή, βλ. λ. πουτάνα·
- είναι
πουτάνας γιος, βλ. λ. πουτάνα·
- είναι
πράγματα αυτά! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
πράμα απ’ τη Δράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
προσωπική μου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
προσωπική μου υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- είναι
προσωπικό μου ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι
προσωπικό μου θέμα, βλ. λ. θέμα·
- είναι
προσωπικό μου πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- είναι
προσωπικός μου λογαριασμός, βλ. λ. λογαριασμός·
- είναι
προχωρημένα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
προχωρημένη η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- είναι
προχωρημένης ηλικίας, βλ. λ. ηλικία·
- είναι
πρώτο, βλ. λ. πρώτος·
- είναι
πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, βλ. λ. όνομα·
- είναι
πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη νύχτα, βλ. λ. όνομα·
- είναι
πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην πίστα, βλ. λ.όνομα·
- είναι
πρώτο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι
πρώτος, βλ. λ. πρώτος·
- είναι
πρώτος και καλύτερος, βλ. λ. πρώτος·
- είναι
πρώτος στο ποίημα, βλ. λ. ποίημα·
- είναι
πτωχός τω πνεύματι, βλ. λ. πτωχός·
- είναι
ραμμένοι φόδρα με φόδρα, βλ. λ. φόδρα·
- είναι
ράτσας, (για ζώα) βλ. λ. ράτσα·
-
είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. γη·
-
είναι σ’ άσχημη κατάσταση, (για
αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
σ’ ενδιαφέρουσα (ενν. κατάσταση), βλ. λ. ενδιαφέρουσα·
- είναι
σαν αρνάκι, βλ. λ. αρνάκι·
- είναι
σαν αρνί, βλ. λ. αρνί·
- είναι
σαν βάρκες, (για υποδήματα), βλ. λ. βάρκα·
- είναι
σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι
σαν βόδι, βλ. λ. βόδι·
- είναι
σαν διαμαρτυρημένη συναλλαγματική, βλ. λ. διαμαρτυρημένη συναλλαγματική·
- είναι
σαν διαμαρτυρημένο γραμμάτιο, βλ. λ. διαμαρτυρημένο γραμμάτιο·
- είναι
σαν διαλυμένη διαδήλωση, βλ. λ. διαδήλωση·
- είναι
σαν έκτρωση, βλ. λ. έκτρωση·
- είναι
σαν κινητή κηδεία, βλ. λ. κηδεία·
- είναι
σαν κλαμένο μουνί ή είναι σα μουνί κλαμένο, βλ. λ. μουνί·
- είναι
σαν κατράμι ή είναι σαν το κατράμι, βλ. λ. κατράμι·
- είναι
σαν κόρακας ή είναι σαν τον κόρακα, βλ. λ. κόρακας·
- είναι
σαν λαδωμένος ποντικός, βλ. λ. ποντικός·
- είναι
σαν Μεγάλη Βδομάδα, βλ. λ. Βδομάδα·
- είναι
σαν Μεγάλη Παρασκευή, βλ. λ. Παρασκευή·
- είναι
σαν μπαγιάτικο λείψανο, βλ. λ. λείψανο·
- είναι
σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είναι
σαν να βγήκε από φιγουρίνι, βλ. λ. φιγουρίνι·
- είναι
σαν να μην τ’ άκουσε, βλ. λ. ακούω·
- είναι
σαν να πιάνεις το μπούτι σου, βλ. λ. μπούτι·
- είναι
σαν να τον έφτυσε, βλ. λ. φτύνω·
- είναι
σαν να τον έφτυσε οχιά, βλ. λ. οχιά·
- είναι
σαν να τον πάτησε ελέφαντας, βλ. λ. ελέφαντας·
- είναι
σαν όρθια κηδεία, βλ. λ. κηδεία·
- είναι
σαν πίσσα ή είναι σαν την πίσσα, βλ. λ. πίσσα·
- είναι
σαν σαρακοστή, βλ. λ. σαρακοστή·
- είναι
σαν σκύλα, βλ. λ. σκύλα·
- είναι
σαν σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- είναι
σαν σανίδα ή είναι σανίδα, (για γυναίκες) βλ. λ. σανίδα·
- είναι
σαν τηγάνι ή είναι σαν το τηγάνι, βλ. λ. τηγάνι·
- είναι
σαν την κότα και τ’ αβγό, βλ. λ. κότα·
- είναι
σαν το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- είναι
σαν τον Λάζαρο, βλ. λ. Λάζαρος·
- είναι
σαν τσουκάλι ή είναι σαν το τσουκάλι, βλ. λ. τσουκάλι·
- είναι
σαν φιγουρίνι, βλ. λ. φιγουρίνι·
- είναι
σάπιο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- είναι
σαρξ εκ της σαρκός μου, βλ. λ. σάρξ·
- είναι
σάρκα από τη σάρκα μου, βλ. λ. σάρκα·
- είναι
σατανάς στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
σε διάσταση (εν διαστάσει), βλ. λ. διάσταση·
- είναι
σε κακά χάλια ή είναι σε κακό χάλι, βλ. λ. χάλι·
- είναι
σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι
σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
σε καλά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι
σε καλή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
σε μαύρα χάλια ή είναι σε μαύρο χάλι, βλ. λ. χάλι·
- είναι
σε σίγουρα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι
σίγουρη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
σίδερο μονάχο, βλ. λ. σίδερο·
- είναι
σκέτη αμαρτία, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι
σκέτη καταστροφή, βλ. λ. καταστροφή·
- είναι
σκέτο ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- είναι
σκέτο καλαμπούρι, βλ. λ. καλαμπούρι·
- είναι
σκέτο κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- είναι
σκέτος καρκίνος, βλ. λ. καρκίνος·
- είναι
σκλάβος των παθών του, βλ. λ. σκλάβος·
- είναι
σκληρό καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- είναι
σκληρό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- είναι
σκληρό πετσί, βλ. λ. πετσί·
- είναι
σκόρπιο το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
σκοτωμένη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
σκοτωμένη η δουλειά ή είναι σκοτωμένες οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
σκούρα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
σκυλί, βλ. λ. σκυλί·
- είναι
σκυλί εναντίον μου, βλ. λ. σκυλί·
- είναι
σκυλί μαύρο, βλ. λ. σκυλί·
- είναι
σκυλί στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
σκυλί στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
σόι πράματα αυτά! βλ. λ. σόι·
- είναι
σπαθί, βλ. λ. σπαθί·
- είναι
σπαθί ξεγυμνωμένο, βλ. λ. σπαθί·
- είναι
σπασμένα τα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- είναι
σπασμένη η δουλειά ή είναι σπασμένες οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
σπασμένη η κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- είναι
σπεσιαλίστας στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
σπίρτο, βλ. λ. σπίρτο·
- είναι
σπίρτο αναμμένο, βλ. λ. σπίρτο·
- είναι
σπίρτο μονάχο, βλ. λ. σπίρτο·
- είναι
σπλάχνο μου ή είναι το σπλάχνο μου, βλ. λ. σπλάχνο·
- είναι
στ’ όνομά του (κάτι), βλ. λ. όνομα·
- είναι
στα… (ακολουθεί αριθμός), (για ηλικία) είναι περίπου…: «ο γιος του είναι
στα δέκα || η κόρη του είναι στα είκοσι»·
- είναι
στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι
στα γράδα μου, βλ. λ. γράδο·
- είναι
στα καλούπια (κάτι), βλ. λ. καλούπι·
- είναι
στα κιλά μου, βλ. λ. κιλό·
- είναι
στα κυβικά μου, βλ. λ. κυβικό·
- είναι
στα μαύρα πανιά, βλ. λ. πανί·
- είναι
στα μαχαίρια, βλ. λ. μαχαίρι·
- είναι
στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- είναι
στα μέτρα μου, βλ. λ. μέτρο·
- είναι
στα πανιά, βλ. λ. πανί·
- είναι
στα πρόθυρα… βλ. λ. πρόθυρα·
- είναι
στα πράγματα, βλ. λ. πράγμα·
- είναι
στα πρώτα του βήματα, (για νήπια), βλ. λ. βήμα·
- είναι
στα σκαριά (κάτι), βλ. λ. σκαρί·
- είναι
στα συν σου, βλ. λ. συν·
- είναι
στα τελευταία του, βλ. λ. τελευταίος·
- είναι
στα τραγούδια του, βλ. λ. τραγούδι·
- είναι
στα υπόψη ή είναι στα υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- είναι
στα φραγκοφονικά του, βλ. λ. φραγκοφονικά·
- είναι
στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- είναι
στα ψηλά, βλ. λ. ψηλός·
- είναι
σταλμένος απ’ το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- είναι
στάνταρ δουλειά ή είναι δουλειά στάνταρ, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
στάνταρ η δουλειά ή είναι η δουλειά στάνταρ, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
στενό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
στη διάθεση σου, (για πράγματα ή μηχανήματα), βλ. λ. διάθεση·
- είναι
στη δούλεψη μου, βλ. λ. δούλεψη·
- είναι
στη σκέψη μου (κάποιος), βλ. λ. σκέψη·
- είναι
στη σκέψη μου (κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- είναι
στημένη δουλειά ή είναι δουλειά στημένη, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
στημένη η δουλειά ή είναι η δουλειά στημένη, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
στην απάνω σκάλα, βλ. λ. σκάλα·
- είναι
στην κούτρα, βλ. λ. κούτρα·
- είναι
στην τσέτουλα, βλ. λ. τσέτουλα·
- είναι
στην ώρα της, (για έγκυες γυναίκες) βλ. λ. ώρα·
- είναι
στην ώρα του, βλ. λ. ώρα·
- είναι
στιγμές που…, βλ. λ. στιγμή·
- είναι
στις βενζίνες, βλ. λ. βενζίνα·
- είναι
στις μέρες της,(για έγκυες γυναίκες) βλ. λ. μέρα·
- είναι
στις ομορφιές της (του), βλ. λ. ομορφιά·
- είναι
στις φόρμες του, βλ. λ. φόρμα·
-
είναι στις χαρές του, βλ. λ. χαρά·
-
είναι στο αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- είναι
στο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- είναι
στο δρόμο για…, βλ. λ. δρόμος·
-
είναι στο κυριλέ, βλ. λ. κυριλέ·
-
είναι στο μήνα της, (για
έγκυο), βλ. λ. μήνας·
- είναι
στο νούμερο μου ή είναι το νούμερό μου, βλ. λ. νούμερο·
- είναι
στο παρά ένα, βλ. λ. ένας·
- είναι
στο παρά πέντε, βλ. λ. πέντε·
- είναι
στο πολύ αλλού, βλ. λ. αλλού·
- είναι
στο τέλος της ζωής του ή είναι στα τέλη της ζωής του, βλ. λ. ζωή·
- είναι
στο τέρμα της ζωής του, βλ. λ. ζωή·
-
είναι στο φόρτε του (της), βλ. λ. φόρτε·
- είναι
στο φόρτε του (της) (κάτι), βλ. λ. φόρτε·
- είναι
στο χέρι μου να…, βλ. λ. χέρι·
- είναι
στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- είναι
στόχος, βλ. λ. στόχος·
- είναι
στον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- είναι
στον καιρό της, (για έγκυες γυναίκες), βλ. λ. καιρός·
- είναι
στον καιρό του, (για αρσενικά ζώα) βλ. λ. καιρός·
- είναι
στον καιρό του (της), (για πρόσωπα) βλ. λ. καιρός·
- είναι
στον κόσμο του, βλ. λ. κόσμος·
- είναι
στον πρώτο, βλ. λ. πρώτος·
- είναι
στον πρώτο ύπνο, βλ. λ. ύπνος·
- είναι
στραβό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
στραβός κι ανάποδος, βλ. λ. στραβός·
- είναι
στραγάλια, βλ. λ. στραγάλι·
- είναι
στριμόκωλα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
στρωμένα τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
στρωμένη δουλειά ή είναι δουλειά στρωμένη, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
συνεννοημένοι, βλ. λ. συνεννοημένος·
- είναι
σωστός μπελάς, βλ. λ. μπελάς·
- είναι
σωστός σε όλα του, βλ. λ. σωστός·
- είναι
σωτηρία, βλ. λ. σωτηρία·
- είναι
τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- είναι
τα δυο άκρα αντίθετα, βλ. λ. άκρο·
- είναι
τα ζώα μου αργά, βλ. λ. ζώο·
- είναι
τα χέρια μου δεμένα, βλ. λ. χέρι·
-
είναι τάτση μήτση κώτση, βλ. λ. τάση μήτση κώτση·
- είναι
τέζα, βλ. λ. τέζα·
- είναι
τελείως γεια σου, βλ. λ. γεια·
- είναι
τελευταία βδομάδα των υπολοίπων, βλ. λ. βδομάδα·
- είναι
τέντα, βλ. λ. τέντα·
- είναι
τζαζ, βλ. λ. τζαζ·
- είναι
τζαζ μπαντ, βλ. λ. τζαζ μπαντ·
- είναι
τζάμι, βλ. λ. τζάμι·
- είναι
τζάμι η θάλασσα, βλ. λ. τζάμι·
- είναι
τζάμι ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- είναι
τζόγος η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
της αρεσιάς μου, βλ. λ. αρεσιά·
- είναι
της γούνας μου γιακάς ή είναι της γούνας μου μανίκι, βλ. λ. γούνα·
- είναι
της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
της δουλειάς μου, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
της επίκυψης, βλ. λ. επίκυψη·
- είναι
της καρπαζιάς, βλ. λ. καρπαζιά·
- είναι
της μάνας του παιδί, βλ. λ. μάνα·
- είναι
της μοίρας μου, βλ. λ. μοίρα·
- είναι
της μουγγαφόν, βλ. λ. μουγγαφόν·
- είναι
της οικογένειας, βλ. λ. οικογένεια·
- είναι
της παλιάς εποχής, βλ. λ. εποχή
- είναι
της παλιάς σχολής, βλ. λ. σχολή·
- είναι
της περιπατητικής ή είναι της περιπατητικής σχολής, βλ. λ. περιπατητικός·
- είναι
της προσκολλήσεως, βλ. λ. προσκόλληση·
- είναι
της σχολής…, βλ. λ. σχολή·
- είναι
της τράκας, βλ. λ. τράκα·
- είναι
της υπομονής (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. υπομονή·
- είναι
τιλτ, βλ. λ. τιλτ·
- είναι
τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- είναι
το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. μισός·
- είναι
το άλφα (μου) και το ωμέγα μου, βλ. λ. άλφα·
- είναι
το γούρι μου, βλ. λ. γούρι·
- είναι
το δεξί μου χέρι, βλ. λ. δεξί·
- είναι
το ίδιο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είναι
το κάτι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- είναι
το κεφάλι μου καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
το κεφάλι μου κουδούνι, βλ. λ. κεφάλι·
- είναι
το κερασάκι στην τούρτα ή είναι το κερασάκι της τούρτας, βλ. λ.κερασάκι·
- είναι
το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- είναι
το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, βλ. λ. μάτι·
- είναι
το μεράκι μου, βλ. λ. μεράκι·
- είναι
το νάμπερ ουάν, βλ. λ. νάμπερ ουάν·
- είναι
το νούμερο ένα, βλ. λ. νούμερο·
- είναι
το παν, βλ. λ. παν·
- είναι
το πρόσωπο της ημέρας, βλ. λ. πρόσωπο·
- είναι
το πρώτο, βλ. λ. πρώτος·
- είναι
το στοιχείο μου, βλ. λ. στοιχείο·
- είναι
το τέλος μου και η αρχή, βλ. λ. αρχή·
- είναι
το τσαλαπάτι μου, βλ. λ. τσαλαπάτι·
- είναι
το φως μου, βλ. λ. φως·
- είναι
το χρυσό πάπλωμα (κάποιος για κάποιον), βλ. λ. πάπλωμα·
- είναι
το ψωμί μου, βλ. λ. ψωμί·
- είναι
το ψωμοτύρι μου, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- είναι
τόοοοσο(ς), βλ. λ. τόσος·
- είναι
τόσο(ς), βλ. λ. τόσος·
- είναι
τόσο(ς) δα, βλ. λ. τόσος·
- είναι
του βουβού (ενν. κινηματογράφου), βλ. λ. βουβός·
- είναι
του γέρου τα κανάκια σαν νερόβραστα σπανάκια, βλ. λ. γέρος·
- είναι
του γιατρού (ενν. του ψυχίατρου), βλ. λ. γιατρός·
- είναι
του γούστου μου (κάτι), βλ. λ. γούστο·
- είναι
του διαβόλου πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι
του επαγγέλματος, βλ. λ. επάγγελμα·
- είναι
του επιπέδου μου, βλ. λ. επίπεδο·
- είναι
του θανατά, βλ. λ. θανατάς·
- είναι
του ιδίου φυράματος, βλ. λ. φύραμα·
- είναι
του κατηχητικού, βλ. λ. κατηχητικό·
- είναι
του κλότσου και του μπάτσου, βλ. λ. κλότσος·
- είναι
του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- είναι
του κώλου μου πεσκέσι, βλ. λ. κώλος·
- είναι
του ματς, βλ. φρ. του ματς·
- είναι
του οθωμανικού ή είναι του οθωμανικού δικαίου, βλ. λ. οθωμανικό·
-
είναι του πεζοδρομίου, βλ. λ. πεζοδρόμιο·
- είναι
του πεθαμού, βλ. λ. πεθαμός·
- είναι
του πεταμού, βλ. λ. πεταμού·
- είναι
του σιναφιού, βλ. λ. σινάφι·
- είναι
του σπιτιού, βλ. λ. σπίτι·
- είναι
του συρμού, βλ. λ. συρμός·
- είναι
του χεριού μου, βλ. λ. χέρι·
- είναι
τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- είναι
τραλαλά, βλ. λ. τραλαλά·
- είναι
τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
- είναι
τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- είναι
τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
τρέλα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
τρελάρα, βλ. λ. τρελάρα·
- είναι
τρελάρας, βλ. λ. τρελάρας·
- είναι
τρελός για δέσιμο! βλ. λ. δέσιμο·
- είναι
τρελός και παλαβός, βλ. λ. τρελός·
- είναι
τρομερό να… ή είναι τρομερό που…, βλ. λ. τρομερός·
- είναι
τρομερός και φοβερός, βλ. λ. τρομερός·
- είναι
τρόπος αυτός! βλ. λ. τρόπος·
- είναι
τρύπιες οι τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
- είναι
τρύπιο ποτήρι, βλ. λ. ποτήρι·
- είναι
τρύπιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- είναι
τρύπιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι
τρύπιος κουμπαράς, βλ. λ. κουμπαράς·
- είναι
τσακάλι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
τσακάλι στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
τσακμάκι, βλ. λ. τσακμάκι·
- είναι
τσακμακόπετρα, βλ. λ. τσακμακόπετρα·
- είναι
τσανάκια, βλ. λ. τσανάκι·
- είναι
τσίου, βλ. λ. τσίου·
- είναι
τσολιάς στ’ ανάκτορα, βλ. λ. τσολιάς·
- είναι
τυφλοσούρτης η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
των αδυνάτων αδύνατο να…, βλ. λ. αδύνατος·
- είναι
των αδυνάτων να…, βλ. λ. αδύνατος·
- είναι
υπεράνω πάσης υποψίας, βλ. λ. υποψία·
- είναι
υπεράνω χρημάτων, βλ. λ. χρήμα·
- είναι
υπό έλεγχο, βλ. λ. έλεγχος·
- είναι
υπό τον έλεγχο (κάποιου κάτι), βλ. λ. έλεγχος·
- είναι
ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- είναι
υψηλού επιπέδου (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. επίπεδο·
- είναι
φαγητό χωρίς αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- είναι
φανερό, βλ. λ. φανερός·
- είναι
φηλί κλειδί, βλ. λ. φηλί·
- είναι
φισέκι, βλ. λ. φισέκι·
- είναι
φόλα, βλ. λ. φόλα·
- είναι
φορτωμένος οι γραμμές, βλ. λ. γραμμή·
- είναι
φορτωμένη η γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- είναι
φορτωμένες, βλ. λ. φορτωμένος·
- είναι
φορτωμένος σιδερικά, βλ. λ. σιδερικό·
- είναι
φρούτο της εποχής, βλ. λ. φρούτο·
- είναι
φρούτο του καιρού, βλ. λ. φρούτο·
- είναι
φτενό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- είναι
φτιαγμένο στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι
φτιαγμένος από χέρι, βλ. λ. χέρι·
- είναι
φτωχός στο μυαλό ή είναι φτωχός στα μυαλά, βλ. λ. φτωχός·
- είναι
φύρα, βλ. λ. φύρα·
- είναι
φύσει αδύνατο(ν) να…, βλ. λ. αδύνατος·
- είναι
φυσικό να… ή είναι φυσικό που… ή είναι φυσικό πως…, βλ. λ.φυσικός·
- είναι
φως φανάρι, βλ. λ. φως·
- είναι
φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- είναι
φωτιά (κάποιος εναντίον κάποιου), βλ. λ. φωτιά·
- είναι
φωτιά και λάβρα, βλ. λ. λάβρα·
- είναι
φωτιά παραχωμένη, βλ. λ. φωτιά
- είναι
χαβαλές, βλ. λ. χαβαλές·
- είναι
χαδιάρα σαν γάτα, βλ. λ. γάτα·
- είναι
χάλι ή είναι σε κακό χάλι ή είναι σε μαύρο χάλι ή είναι χάλια
ή είναι σε κακά χάλια ή είναι σε μαύρα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- είναι
χαμένο κορμί, βλ. λ. κορμί·
- είναι
χαμένο παιχνίδι ή είναι χαμένο το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- είναι
χαμένος, βλ. λ. χαμένος·
-
είναι χαμένος από χέρι, βλ. λ. χέρι·
-
είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είναι
χαρούμενη μέλισσα, βλ. λ. μέλισσα·
- είναι
χάσιμο χρόνου, βλ. λ. χάσιμο·
- είναι
χλομό, βλ. λ. χλομός·
- είναι
χρόνια που… ή είναι χρόνια τώρα που…, βλ. λ. χρόνος·
- είναι
χρόνια στο κουρμπέτι, βλ. λ. κουρμπέτι·
- είναι
χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
χρυσό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- είναι
χύμα στο κύμα, βλ. λ. κύμα·
- είναι
χύσι, βλ. λ. χύσι·
- είναι
χύσιμο, βλ. λ. χύσιμο·
- είναι
χωρίς ηλικία, βλ. λ. ηλικία·
- είναι
χωρίς καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
χωρίς νόημα, βλ. λ. νόημα·
- είναι
χωρίς σημασία, βλ. λ. σημασία·
- είναι
ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- είναι
ψάρι χωρίς κόκαλο, βλ. λ. ψάρι·
- είναι
ψηλός μέχρι το ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- είναι
ψόφιος για καβγά, βλ. λ. καβγάς·
- είναι
ψώνιο, βλ. λ. ψώνιο·
- είναι
ψώνιο δουλειά ή η δουλειά είναι ψώνιο, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
ψώνιο με…, βλ. λ. ψώνιο·
- είναι
ψώνιο με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι
ώρα για… ή είναι ώρα να…, βλ. λ. ώρα·
- είναι
ώρα για τέτοια! βλ. λ. ώρα·
- είναι
ώρα που… ή είναι ώρες τώρα που…, βλ. λ. ώρα·
- είναι
ωραίος λαιμός, βλ. λ. λαιμός·
- είναι
ωρολογιακή βόμβα (μια κατάσταση, κάτι), βλ. λ. βόμβα·
- η
πεθερά κι από ζάχαρη αν είναι, πάντα πικρή είναι, βλ. λ. πεθερά·
- και
πολύ σου είναι, είναι πολύ περισσότερο αυτό που σου δίνω από αυτό που
πρέπει να πάρεις ή να ωφεληθείς, σου είναι υπερβολικά πολύ: «πάρε αυτά τα λεφτά
για την παλιοδουλειά που μου ’κανες και πολύ σου είναι». Συνών. και πολύ σου
πάει / και πολύ σου πέφτει·
- λίγο
σου είναι! βλ. φρ. λίγο σου πέφτει! λ. πέφτω·
- μου
είναι πολύ ή πολύ μου είναι, βλ. συνηθέστ. μου πέφτει πολύ, λ.
πέφτω·
- ο
κάβουρας στην τρύπα του, μεγάλος άρχος (= άρχοντας) είναι, βλ. λ. κάβουρας·
- πολύ
του είναι! βλ. φρ. πολύ του πέφτει! βλ. λ. πέφτω·
- τέτοιος
είναι, τέτοια κάνει, βλ. λ. τέτοιος·
- τι
είναι; α. τι συμβαίνει; περί τίνος πρόκειται(;): «τι είναι κι ήρθε
μεσάνυχτα στο σπίτι μας; || τι είναι και μαζεύτηκε τόσος κόσμος στην πλατεία;».
β. τι σε απασχολεί; τι σε βασανίζει(;): «τι είναι κι είσαι μουτρωμένος; ||
τι είναι κι είσαι κακόκεφος;»·
- τι
είναι πάλι! βλ. λ. πάλι·
- τι
σου είναι ο κόσμος! βλ. λ. κόσμος.