είδα,
ρ. [αόρ. του ρ.
βλέπω], είδα. 1. κατάλαβα, συνειδητοποίησα: «μόνο όταν το εξέτασα
προσεκτικά, είδα πως δεν έχει μέλλον η ιστορία μας || μόλις είδα πως ήθελαν να
μου φάνε τα λεφτά, προσποιήθηκα οικονομικές δυσχέρειες και δεν πήρα μέρος στη
δουλειά». 2. στο β΄ πρόσ. σε ερωτηματικό τύπο είδες; εντέλει η
εξέλιξη των πραγμάτων με επιβεβαίωσε, έγιναν ή αποδείχτηκαν όπως τα υποστήριζα,
ενώ εσύ είχες διαφορετική γνώμη: «έπρεπε να σ’ ακούσω, γιατί είχες δίκιο. -Είδες;».
Πολλές φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να ακουμπάει στο σημείο
του κροτάφου, για να υπενθυμίσουμε στο συνομιλητή μας όλα αυτά που του λέγαμε ή
που υποστηρίζαμε· βλ. και λ. βλέπω. (Ακολουθούν 200 φρ.)·
- ακόμη
δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον
βαφτίσαμε, βλ. λ. Γιάννης·
- άκου
να δεις! ή άκουσε να δεις! βλ. λ. ακούω·
- άναψε
το κερί, να δεις το λυχνάρι, βλ. λ. λυχνάρι·
- άνθρωπος
του έλα να δεις, βλ. λ. άνθρωπος·
- αυτό
θα το δούμε, βλ. λ. αυτός·
- για
δε(ς)! ή (για) δες εκεί! α. έκφραση θαυμασμού: «για δες πώς
πρόκοψε αυτός ο άνθρωπος!». β. έκφραση απορίας: «για δες πώς τη βγάζουν
μερικοί χωρίς να δουλεύουν!». γ. επίκληση της προσοχής κάποιου, τονισμός
κάποιου σημείου της φράσης μου: «συμφωνώ με την άποψή σου αλλά, για δες, όταν
με ρωτήσουν στα ίσα τι συνέβη, τι θα τους απαντήσω;»·
- για
δε(ς) αν κουνιούνται οι βάρκες ή για πάνε να δεις αν κουνιούνται οι
βάρκες ή δεν πα(ς) να δεις αν κουνιούνται οι βάρκες; ή πάνε να
δεις αν κουνιούνται οι βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- για
δε(ς) απ’ τη γωνία αν έρχομαι ή για πάνε να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι
ή δεν πα(ς) να δεις απ’ τη γωνία αν έρχομαι; ή πάνε να δεις απ’
τη γωνία αν έρχομαι, βλ. λ. γωνία·
- για
δε(ς) έν’ αρχίδι! βλ. λ. αρχίδι·
- για
δε(ς) κάτι πράματα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- για
δε(ς) μούρη να θέλει και... ή για δε(ς) μούρη που θέλει και..., βλ. λ. μούρη·
- για
δε(ς) πράματα! ή δες πράματα! βλ. φρ. πρά(γ)μα·
- για
δε(ς) ρε πούστη! ή για δε(ς) ρε πούστη μου! βλ. λ. πούστης·
- για
δε(ς) τι γίνεται στον κόσμο! βλ. λ. κόσμος·
- για
κοίτα να δεις! ή για κοίταξε να δεις! βλ. λ. κοιτάζω·
- για
να δεις! απειλητική έκφραση σε ενοχλητικό άτομο: «για να δεις, δε σταματάς
τη μουρμούρα!». Το για τονισμένο. Συνών. για να σου πω(!)·
- για
να δεις, α. για να επιβεβαιωθείς, για να το επιβεβαιώσεις: «έλα για
να δεις κι εσύ ότι είναι χαλασμένο». β. έκφραση με την οποία επιζητούμε
την επιβεβαίωση του συνομιλητή μας για τη στάση που κρατήσαμε απέναντι σε
κάποιον ή σε κάτι, ή για τις διάφορες απόψεις που εκφέραμε για κάποιον ή για
κάτι: «παρ’ όλο που αυτός δε μου φέρθηκε καλά, εγώ με την πρώτη ευκαιρία τον
βοήθησα, για να δεις || δεν ήταν σόι άνθρωπος, γιατί, ό,τι κουβεντιάζαμε,
πήγαινε και τα κάρφωνε στην ασφάλεια, για να δεις». Στη δεύτερη περίπτωση
συνήθως η φρ. κλείνει με το δηλαδή·
- για
να δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- για
να δούμε! ή για να δούμε τι θα δούμε! έκφραση με την οποία δηλώνουμε
στάση αναμονής, περιμένοντας την εξέλιξη κάποιας υπόθεσης ή κατάστασης, που
έχουμε άγνοια πώς θα εξελιχθεί ή που υποπτευόμαστε πώς θα εξελιχθεί. Συνήθως το
για τονισμένο·
- δέστε
πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- να
δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. λ. μάτι·
- δε
θέλω να τον δω ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δε
θέλω να τον δω στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- δε
σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. λ. μάτι·
- δε
σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, βλ. λ. μάτι·
- δεν
είδα απ’ το χέρι του ούτ’ ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- δεν
είδα καλό από κανέναν, βλ. λ. καλός·
- δεν
είδα μια καλή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν
έχω μάτια να τον δω, βλ. λ. μάτι·
- δεν
έχω πρόσωπο να δω τον κόσμο, βλ. λ. πρόσωπο·
- δεν
πα(ς) να σε δει κανένας (κάνας) γιατρός! βλ. λ. γιατρός·
- δεν
το ’χω δει ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δεν
τον είδε μάτι, βλ. λ. μάτι·
- δες
με μ’ ένα μάτι να σε δω με δυο, βλ. λ. μάτι·
- δες
τε πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει! βλ. λ. πράγμα·
- έγινε
το έλα να δεις, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση,
επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε το
έλα να δεις απ’ τα σπασίματα μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη
αναταραχή, μεγάλη φασαρία: «όταν οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια, έγινε το
έλα να δεις μέσα στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από
μεγάλη κοσμοσυρροή: «κατά τη διάρκεια των γιορτών έγινε το έλα να δεις στα
μαγαζιά». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- εγώ
να δεις! έκφραση απελπισμένου σε άτομο που παραπονιέται για κάτι κακό που
του συμβαίνει, και έχει την έννοια πως βρίσκεται σε χειρότερη θέση, σε
χειρότερη κατάσταση από αυτό, ή έκφραση κάποιου που αναφέρει σε κάποιο άτομο τη
μεγάλη του ευφορία ή το μεγάλο πάθος που έχει για κάποιον ή για κάτι και έχει
την έννοια πως αυτό το έχει περισσότερο: «βρίσκομαι σε πολύ άσχημη οικονομική
κατάσταση. -Εγώ να δεις! || είμαι πολύ χαρούμενος. -Εγώ να δεις! || πολύ τη
γουστάρω αυτή τη γυναίκα. -Εγώ να δεις!». (Λαϊκό τραγούδι: μου λες πως μεθάς
και λες πως ζητάς στο σώμα μου θέλεις να μπεις, εγώ να δεις)·
- είδ’
ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε, βλ. λ. τρελός·
- είδα
αστεράκια, βλ. λ. αστεράκι·
- είδα
αστράκια, βλ. λ. αστράκια·
- είδα
άσχημο όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- είδα
κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- είδα
καλό (από κάποιον), βλ. λ. καλός·
- είδα
κι απόειδα, εξάντλησα κάθε περιθώριο, κάθε δυνατό μέσο, έχασα όλη την
υπομονή μου, απελπίστηκα: «προσπάθησα να τον συμμορφώσω, ώσπου είδα κι απόειδα
και τον παράτησα στην τύχη του»·
- είδα
κι είδα, είδα πάρα πολλά θαυμαστά και απίθανα πράγματα: «τόσα χρόνια που
γυρνούσα στον κόσμο είδα κι είδα, που θα μπορώ να μιλώ συνέχεια»·
- είδα
κι είδα, αλλά γύφτο παπά δεν είδα, βλ. λ. γύφτος·
- είδα
κι έπαθα, α. προσπάθησα με κάθε τρόπο, προσπάθησα με όλα τα μέσα που
διέθετα και με όλες μου τις δυνάμεις: «είδα κι έπαθα να τον βολέψω σε μια θέση
στο δημόσιο». β. κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα υπερβολικά: «είδα κι έπαθα
μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: είδα κι έπαθα κυρά
μου, να σε φέρω στα νερά μου)·
- είδα
πεταλούδες, βλ. λ. πεταλούδα·
- είδα
πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- είδα
στ’ όνειρό μου ότι…, βλ. λ. όνειρο·
- είδα
στον ύπνο μου, βλ. λ. ύπνος·
- είδα
τη Δευτέρα Παρουσία, βλ. λ. Δευτέρα Παρουσία·
- είδα
τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα
την κηδεία μου, βλ. λ. κηδεία·
- είδα
την κόλαση, βλ. λ. κόλαση·
- είδα
την υγειά μου, βλ. λ. υγειά·
- είδα
της γιαγιάς μου το καφεκούτι, βλ. λ. καφεκούτι·
- είδα
της γιαγιάς μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- είδα
της γιαγιάς μου το πράμα, βλ. λ. πράμα·
- είδα
της μάνας μου το μουνί, βλ. λ. μουνί·
- είδα
της μάνας μου το πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είδα
το διάβολό μου, βλ. λ. διάβολος·
- είδα
το μνήμα μου, βλ. λ. μνήμα·
- είδα
το φως, βλ. λ. φως·
- είδα
το φως μου, βλ. λ. φως·
- είδα
το φως της ζωής, βλ. λ. φως·
- είδα
το φως της ημέρας, βλ. λ. φως·
- είδα
το Χριστό καμπόη, βλ. λ. Χριστός·
- είδα
το Χριστό φαντάρο, βλ. λ. Χριστός·
- είδα
τον άγγελό μου, βλ. λ. άγγελος·
- είδα
τον ουρανό με τ’ άστρα, βλ. λ. ουρανός·
- είδα
τον ουρανό σφοντύλι, βλ. λ. ουρανός·
- είδα
του κώλου μου την τρύπα, βλ. λ. κώλος·
- είδα
φως, βλ. λ. φως·
- είδα
φως και μέρα, βλ. λ. φως·
- είδα
φως και μπήκα, βλ. λ. φως·
- είδα
φως κι ανέβηκα, βλ. λ. φως·
- είδαμε
τα καζάντια σου! βλ. λ. καζάντι·
- είδαν
πολλά τα μάτια μου ή έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- είδε
ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασ’ η καρδιά του, βλ. λ. γύφτος·
- είδε
ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε, βλ. λ. τρελός·
- είδε
το φως ή είδε το φως της ημέρας, βλ. λ. φως·
- είδε
το φως της δημοσιότητας, βλ. λ. δημοσιότητα·
- είδε
τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει στρούγκα ή είδε τυρί στον
πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει τυροπωλείο, βλ. λ. τυρί·
- είδε
χαρά στα σκέλια της, βλ. λ. χαρά·
- είδε
χαρά στο μουνί της, βλ. λ. χαρά·
- είδες
εκεί! έκφραση έκπληξης ή απορίας για κάτι που δεν περιμέναμε να γίνει ή να
μας συμβεί: «είδες εκεί τι πήγε και μας σκάρωσε στα καλά καθούμενα ο απατεώνας!
|| είδες εκεί τι έπαθα!»·
- είδες
καλά; βλ. λ. καλός·
- είδες
φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, βλ. λ. φαΐ·
- έλα
να δεις και μην κάτσεις ή έλα να δεις και μην πάρεις, βλ. λ. έλα·
- έλα
να δούμε ποιος είναι ποιος, βλ. λ. ποιος·
- εσύ
να δεις! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας κατηγορεί για κάποιο ελάττωμα, και
έχει την έννοια πως το άτομο αυτό έχει σε μεγαλύτερο βαθμό το ίδιο ελάττωμα:
«είσαι μεγάλος τσιγκούνης. -Εσύ να δεις! || είσαι πολύ γκρινιάρης. -Εσύ να
δεις! || είσαι μεγάλος απατεώνας. -Εσύ να δεις!»·
- έτσι
την είδα τη δουλειά ή έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχουν
δει πολλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχω
δει πολλά ή είδα πολλά, βλ. λ. πολύς·
- θα
γίνει το έλα να δεις, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε
κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο
που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν εξακολουθήσεις να κάνεις φασαρία, θα
γίνει το έλα να δεις». (Λαϊκό τραγούδι: θα γίνει το έλα να δεις, αν
μάθω πως γίναμε τρεις).β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη
κατάσταση, θα επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «θα πάω κι εγώ στο πάρτι του τάδε,
γιατί, απ’ ό,τι έμαθα, θα γίνει το έλα να δεις». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει
της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα
δεις ή θα δούμε ή θα το δεις ή θα το δούμε, α. η
εξέλιξη των πραγμάτων θα αποδείξει ότι έχω δίκιο ή ότι τα πράγματα θα
εξελιχθούν, όπως εγώ υποστηρίζω: «νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως
το λες; -Θα δούμε». (Λαϊκό τραγούδι: θα τη βρούμε τη λύση παιδί μου, θα τη
βρούμε τη λύση κι εμείς, θα τη βρούμε τη λύση παιδί μου, θα τη βρούμε τη λύση θα
δεις).β. έκφραση που αφήνει σαν υπονοούμενο σε κάποιον
πως θα ξεκαθαρίσουμε δυναμικά τους λογαριασμούς μας: «ξαναπές κάτι άσχημο για
μένα και θα δούμε»· βλ. και φρ. αυτό θα το δούμε και θα δω·
- θα
δεις κι απ’ το χέρι της κι ένα ποτήρι νερό, βλ. λ. χέρι·
- θα
δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- θα
δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα
δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα, βλ. λ. αλφαβήτα·
- θα
δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, βλ. λ. κουμπί·
- θα
δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του
λαγού η τρύπα, βλ. λ. λαγός·
- θα
δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα
δεις τη γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
- θα
δεις τι εστί βερίκοκο, βλ. λ. βερίκοκο·
- θα
δεις τι έχεις να πάθεις! ή θα δεις τι θα πάθεις! απειλητική έκφραση
σε κάποιον, για το κακό που πρόκειται να του συμβεί, ιδίως από εμάς τους
ίδιους: «να δεις τι έχεις να πάθεις, αν ξαναπιάσεις τ’ όνομά μου στο στόμα
σου!»·
- θα
δεις τι θα σου κάνω! δηλώνει απειλή για τιμωρία, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν
ενοχλήσεις ξανά την αδερφή μου, θα δεις τι θα σου κάνω!»·
- θα
δεις τι σε περιμένει! η απειλή για τιμωρία με ξυλοδαρμό. Στην περίπτωση
αυτή απευθύνεται, τις πιο πολλές φορές, σε οικείο πρόσωπο, σε πρόσωπο της
οικογένειάς μας, χωρίς να αποκλείει βέβαια και έναν ξένο: «αν έρθεις ξανά
μεθυσμένος στο σπίτι, θα δεις τι σε περιμένει!»·
- θα
δούμε τον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- θα
δω ή θα δούμε, έκφραση αδιαφορίας για κάποιο πρόβλημα που δεν
μπορούμε να βρούνε τη λύση του, και για το λόγο αυτό το μεταθέτουμε στο μέλλον,
ή έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως θα ενεργήσουμε χωρίς προδιαγεγραμμένο
σχέδιο, αλλά ανάλογα με αυτό που θα μας προκύψει: «πώς θα πληρώσεις τους
υπαλλήλους σου μ’ αυτή την αναδουλειά που υπάρχει; -Θα δω || πώς θα στείλεις
τις παραγγελίες των πελατών σου, αν κάνουν απεργία οι φορτηγατζήδες; -Θα
δούμε». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ. Ο πλ. και όταν το
άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. θα το δω και θα το
δούμε·
- θα
μας δει κι ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- θα
πηδήσω, πατέρα, θα το δω, παιδί μου, βλ. λ. παιδί·
- θα
το δούμε, α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που μας απειλεί με
ένα οποιονδήποτε τρόπο: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα σε πλακώσω στο ξύλο. -Θα το
δούμε». β. επιθετική έκφραση με την οποία αμφισβητούμε σοβαρά τη
σιγουριά κάποιου πως θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το σκοπό του, γιατί θα μας
βρει αντιμέτωπους: «ό,τι και να κάνεις, εγώ θα την πάρω αυτή τη δουλειά και θα
τα κονομήσω. -Θα το δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του·
- θα
το δω ή θα το δούμε, θα το σκεφτώ, θα το μελετήσω αν τελικά προβώ σε
κάποια ενέργεια, μπορεί ναι, μπορεί και όχι: «θα μπορέσεις να με βοηθήσεις; -Θα
το δω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. θα
δω και θα το δούμε·
- Θεέ
μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, βλ. λ. Θεός·
- κάνε
παιδί να δεις καλό ή κάνε παιδιά να δεις καλό, βλ. λ. παιδί·
- κάνε
παιδί να δεις χαΐρι ή κάνε παιδιά να δεις χαΐρι, βλ. λ. παιδί·
- κάτσε
να δεις, κάθομαι·
- …
κι ας μη δω στον ήλιο μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- κοίτα
να δεις ή κοίταξε να δεις, βλ. λ. κοιτώ·
- με
τι μάτια να τον δω, βλ. λ. μάτι·
- μη
με δει κανένα μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μην
είδατε τον Παναή, βλ. λ. Παναής·
- μην
τον είδες ή μην τον είδατε ή μην τον είδατε μην τον απαντήσατε, έφυγε
ξαφνικά και γρήγορα, ιδίως από ντροπή ή από φόβο ή γιατί προέβη σε κάποια
αθέμιτη ή παράνομη ενέργεια ή πράξη: «μόλις έμαθε πως θα ’ρχόταν ο τάδε που
ήταν μαλωμένος μαζί του, μάζεψε τα πράγματά του και μην τον είδατε || πήρε όλα
τα λεφτά απ’ το ταμείο και μην τον είδατε μην τον απαντήσατε». (Λαϊκό τραγούδι:
κυρ-τζίτζικα εβάψαμε με φούμο δυο αχτίδες. Τα χέρια μας εκάψαμε κι οι άλλοι,
μην τους είδες)·
- να
δεις που…, έκφραση με την οποία ενισχύουμε κάποιο φόβο μας ή κάποια σκέψη μας
που ακολουθεί: «να δεις, που ήρθε μόνο και μόνο για να δημιουργήσει φασαρία ||
να δεις που, αν ενεργήσεις μ’ αυτό τον τρόπο, θα πάνε όλα μια χαρά»·
- να
δεις την υγειά σου, βλ. λ. υγεία·
- να
δούμε η μέρα τι θα βγάλει ή να δούμε το θα βγάλει η μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να
δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- να
δούμε τι θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακούω·
- να
δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας
ακόμα! βλ. λ. μάτι·
- να
δούμε τι ψάρια θα πιάσουμε, βλ. λ. ψάρι·
- να
δούμε τι ψάρια πιάσαμε, βλ. λ. ψάρι·
- …
να δουν τα μάτια σου! βλ. λ. μάτι·
- να
δω ή να δούμε ή να το δω ή να το δούμε, βλ. φρ. θα
δω·
- να
κι αν μ’ είδανε, κι αν δε μ’ είδανε ή να κι αν μ’ είδανε, να κι αν δε μ’
είδανε, τέλεια αδιαφορία για το αν έγινα αντιληπτός κάπου. (Δημοτικό
τραγούδι: να κι αν μ’ είδανε κι αν δε μ’ είδανε ’γω δε
νοιάζουμαι κι ούτε σκιάζουμαι, είμαι η Κανελιά και με δυο φιλιά κάρβουνο κάνω
το Λια). Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την
παλάμη να πέφτει κάθετα δείχνοντας το μέρος των αχαμνών. Παρόμοια χειρονομία
παρατηρείται και από τη γυναίκα·
- να
λείψουν τα πιπέρια σου, να δω την προκοπή σου, βλ. λ. πιπέρι·
- να
μη δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να
μη δεις καλό, βλ. λ. καλός·
- να
μη δεις χαΐρι, βλ. λ. χαΐρι·
- να
μη δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να
μη δεις χαρά στα σκέλια σου, βλ. λ. χαρά·
- να
μη δεις χαρά στο μουνί σου, βλ. λ. χαρά·
- να
μη δω χαρά στα σκέλια μου, βλ. λ. χαρά·
- να
μη δω χαρά στο μουνί μου, βλ. λ. χαρά·
- να
μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! βλ. λ. μάτι·
- να
μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! βλ. λ. μάτι·
- να
μη σε δουν τα μάτια μου! βλ. λ. μάτι·
- να
μη σώσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να
μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να
μη φτάσεις να δεις ανθρώπου μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να
μη φτάσεις να δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να
μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, βλ. λ. Θεός·
- να
μη φτάσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- να
το δω και να μην το πιστέψω! έκφραση απορίας, ιδίως αμφισβήτησης, για κάτι
που μας λένε: «εντέλει, ο τάδε άφησε τις αλητείες κι έγινε πολύ καλό παιδί. -Να
το δω και να μην το πιστέψω!»·
- να
το δω και να πεθάνω ή να το δω κι ας πεθάνω, βλ. λ. πεθαίνω·
- να
το δω το πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- να
τον δεις και να τον λυπηθείς, βρίσκεται σε αξιοθρήνητη κατάσταση: «μετά τη
χρεοκοπία του, είναι να τον δεις και να τον λυπηθείς»·
- ο
διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, βλ. λ. διάβολος·
- όποιος
πρόλαβε, τον Κύριον είδε, βλ. λ. κύριος·
- όπως
το δει κανείς, ανάλογα πώς θα το αξιολογήσει κανείς: «εσύ δε θα τον έδερνες
αν σου φερόταν με αυτόν τον τρόπο; -Όπως το δει κανείς». Συνών. όπως το
πάρει κανείς·
- ούτε
διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες; βλ. λ. δεσπότης·
- ούτε
το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. λ. διάβολος·
- περιμένω
να δω, βλ. λ. περιμένω·
- ποιος
είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! βλ. λ. Θεός·
- πού
είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! βλ. λ. γιος·
- πού
είσαι μάνα να με δεις! βλ. λ. μάνα·
- πού
σε είδα, πού σε ξέρω ή πού σε ξέρω, πού σε είδα, λέγεται για τους
αχάριστους, που αδιαφορούν ή προσποιούνται πως δε γνωρίζουν τους ευεργέτες τους,
ή για φίλους, που για κάποιο λόγο, άγνωστο σε μας, ξέκοψαν από την παρέα μας:
«όταν είχε ανάγκη, όλο σε μένα ερχόταν για βοήθεια και, τώρα που βολεύτηκε, πού
σε είδα, πού σε ξέρω || μέχρι προχτές κάναμε παρέα και ξαφνικά πού σε ξέρω, πού
σε είδα». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι σου κάνουν τον καλό μόνο για το συμφέρον κι
όταν σε βρει μια συμφορά… πού σε είδα, πού σε ξέρω // τι να σε κάνω αφού
πια δε σ’ αγαπώ; πάει χαμένη, σου το λέω, κάθε ελπίδα· τώρα σαν όλες τις
γυναίκες σε κοιτώ και δε θυμάμαι πού σε ξέρω, πού σε είδα)·
- πού
το ’δες αυτό γραμμένο; βλ. λ. γραμμένος·
- πώς
την είδες; ή πώς την έχεις δει; (στη νεοαργκό) ποιος νομίζεις, ποιος
φαντάζεσαι πως είσαι και ενεργείς με αυτόν τον απαράδεκτο ή προκλητικό
τρόπο(;): «πώς την είδες και ζητάς απ’ τον άνθρωπο να φύγει στα καλά
καθούμενα;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το δηλαδή ή το καλά. Συνών.
πώς την άκουσες(;)·
- πώς
την είδες τη δουλειά; βλ. λ. δουλειά·
- σαν
δεις καράβι στο βουνό, μουνί είν’ η αιτία, βλ. λ. καράβι·
- στ’
όνειρό σου το είδες; βλ. λ. όνειρο·
- στάσου
και θα δεις, βλ. λ. στέκομαι·
- στάσου
να δεις, βλ. λ. στέκομαι·
- τα
είδα όλα, α. έχω αμέτρητες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου
κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που είμαι τα είδα όλα». β. (στη
νεοαργκό) ευχαριστήθηκα πάρα πολύ, ήρθα σε μεγάλο κέφι: «περάσαμε τόσο ωραία,
φιλαράκι μου, στα μπουζούκια χτες βράδυ με την παρέα μου, που τα είδα όλα». γ.
(στη νεοαργκό) ένιωσα, αισθάνθηκα οδυνηρή έκπληξη: «τον πέτυχα τη στιγμή που
φιλούσε τη γυναίκα του φίλου του και τα είδα όλα, κολλητέ μου!». δ. (στη
νεοαργκό) φοβήθηκα, τρόμαξα, κινδύνεψα θανάσιμα: «μόλις αντιλήφθηκα το φορτηγό
να ’ρχεται κατά πάνω μου, τα είδα όλα, δικέ μου!». Από το ότι επικρατεί η
εντύπωση πως, τη στιγμή που πρόκειται να πεθάνει ο άνθρωπος, περνάει μπροστά
από τα μάτια του με κινηματογραφική ταχύτητα όλη του η ζωή·
- τα
είδα τα χαΐρια σου! ή
τα είδαμε τα χαΐρια σου! βλ. λ. χαΐρι·
- τα
είδες; ή το είδες; εντέλει η εξέλιξη των πραγμάτων με επιβεβαίωσε,
έγιναν ή αποδείχτηκαν όπως τα υποστήριζα, ενώ εσύ είχες διαφορετική γνώμη:
«έπρεπε να σ’ ακούσω, γιατί είχες δίκιο. -Το είδες;». Πολλές φορές, η φρ.
συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να έρχεται και να ακουμπάει στο σημείο
του κροτάφου, θέλοντας να υπενθυμίσουμε στο συνομιλητή μας όλα αυτά που του
λέγαμε ή που υποστηρίζαμε·
- την
είδα, α. (στη νεοαργκό) το αντιλήφθηκα, το εννόησα, το πήρα είδηση,
κατάλαβα κάτι που μπορούσε να αποβεί σε βάρος μου: «καλά που την είδα πως ήταν
απατεώνας και δεν έκανα τη δουλειά μαζί του». β. (στη νεοαργκό) μου
άρεσε πάρα πολύ, χάρηκα πάρα πολύ, πέρασα πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα:
«πολύ την είδα στα μπουζούκια χτες βράδυ». γ. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών) επηρεάστηκα από το χασίσι που κάπνισα ή από τη χρήση άλλου
ναρκωτικού: «μόλις τράβηξα δυο ρουφηξιές απ’ το τσιγαράκι, την είδα». Συνών. μου
την έδωσε / την άκουσα (γ) / την κατάλαβα (β)·
- την
είδα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- την
είδα στραβά, βλ. λ. στραβός·
- την
είδαμε την προκοπή σου! ή τις είδαμε τις προκοπές σου! βλ. λ. προκοπή·
- την
είδαμε την προκοπή του! ή τις είδαμε τις προκοπές του! βλ. λ. προκοπή·
- την
είδε ή την έχει δει, (στη νεοαργκό) θεωρεί, νομίζει, φαντάζεται πως
είναι κάποιος σπουδαίος: «την έχει δει πολύ γκόμενα || την έχει δει πολύ
γκόμενος || είναι στο πρώτο έτος της Ιατρικής και την έχει δει γιατρός»·
- την
είδε καλογριά, βλ. λ. καλογριά·
- την
είδε κάπως ή την έχει δει κάπως, βλ. λ. κάπως·
- τι
άλλο θα δούμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι
είδες; α. τι κατάλαβες(;): «τι είδες που ξενύχτισες στα
μπουζούκια;». β. τι κέρδισες(;): «τι είδες που με κατηγόρησες στον
προϊστάμενό μου;». Στην περίπτωση που η απάντηση είναι καταφατική δίνεται με το
είδα·
- τι
θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. λ. μάτι·
- το
’δα ’γω τ’ όνειρο! ή το ’χα δει ’γω τ’ όνειρο! βλ. λ. όνειρο·
- το
’δα το έργο ή το ’χω το δει το έργο, βλ. λ. έργο·
- το
είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- το
είδα στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- το
είδα στο φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- το
είδα στον καφέ, βλ. λ. καφές·
- το
είδα στον ύπνο μου, βλ. λ. ύπνος·
- το
είδα το χαΐρι σου! ή το είδαμε το χαΐρι σου! βλ. λ. χαΐρι·
- το
είδε στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- το
είδε στο φλιτζάνι, βλ. λ. φλιτζάνι·
- το
είδε στον καφέ, βλ. λ. καφές·
- το
έλα να δεις, βλ. λ. έλα·
- τον
είδα εξ αποστάσεως, βλ. λ. απόσταση·
- τον
είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, βλ. λ. μάτι.