έδρα,
η, ουσ. [<αρχ.
ἕδρα], η έδρα· ο τόπος όπου ζει μόνιμα και εργάζεται κάποιος: «η έδρα μου είναι
η Θεσσαλονίκη»·
- είμαι
εκτός έδρας, βρίσκομαι σε περιβάλλον, σε περιοχή στην οποία είμαι άγνωστος,
ξένος, και ως εκ τούτου συμπεριφέρομαι συγκρατημένα ή με μεγάλη περίσκεψη:
«όταν είμαι εκτός έδρας, κάθομαι στ’ αβγά μου». Από τη γλώσσα του ποδοσφαίρου,
όπου εκτός έδρας χαρακτηρίζονται τα παιχνίδια μιας ομάδας που παίζονται
στο γήπεδο της αντίπαλης ομάδας·
-
είμαι εντός έδρας, βρίσκομαι
σε γνωστό, σε οικείο περιβάλλον ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους, και ως εκ
τούτου συμπεριφέρομαι με μεγάλη άνεση, με μεγάλη σιγουριά: «όταν είμαι εντός
έδρας, δεν μπορεί να μου κουνηθεί κανένας»·
- είναι
εκτός έδρας, (στη γλώσσα της φυλακής) είναι τρελός, ανισόρροπος: «πρόσεχε
τον τύπο, γιατί είναι εκτός έδρας»·
- παίζω
εκτός έδρας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο αγώνας που υποχρεώνεται από τον
κανονισμό να δώσει η ομάδα σε άλλο τόπο από αυτόν που εδρεύει: «την Κυριακή
παίζουμε εκτός έδρας»· βλ. και φρ. είναι εκτός έδρας·
- παίζω
εντός έδρας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο αγώνας που δίνει η ομάδα στον
τόπο που εδρεύει, στο δικό της γήπεδο: «την Κυριακή θα πάμε στο γήπεδο να δούμε
την ομαδάρα μας, γιατί παίζει εντός έδρας»· βλ. και φρ. είμαι εντός έδρας·
- παίζω
στην έδρα μου, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. παίζω εντός έδρας·
- τα
εκτός έδρας, α. τα επιπλέον χρήματα, εκτός από εκείνα του μισθού,
που παίρνει κάποιος υπάλληλος και γενικά εργαζόμενος, όταν υποχρεώνεται να
εργαστεί μακριά από τον τόπο που εδρεύει η επιχείρηση στην οποία απασχολείται:
«τα εκτός έδρας που παίρνει ο τάδε είναι σχεδόν ένας δεύτερος μισθός». β.
(στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ενν. παιχνίδια) τα παιχνίδια που είναι υποχρεωμένη
από τον κανονισμό να δώσει μια ομάδα μακριά από το δικό της γήπεδο, μακριά από
τον τόπο που εδρεύει: «στο γήπεδό μας παίζουμε πολύ καλά, αλλά στα εκτός έδρας
έχουμε προβλήματα»·
- τα
εντός έδρας (ενν. παιχνίδια), (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τα παιχνίδια που
δίνει η ομάδα σύμφωνα με τον κανονισμό στο δικό της γήπεδο, στον τόπο που
εδρεύει: «μέχρι τώρα στα εντός έδρας, είμαστε αήττητοι»·
- την
πάτησα στην έδρα μου, αν και βρισκόμουν σε γνωστό, σε οικείο περιβάλλον
ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους ή συνεργάτες, εντούτοις, συμπεριφέρθηκα άστοχα ή
έπαθα ζημιά στην εργασία μου, ενώ δε θα έπρεπε: «πήγα να κάνω μια δουλειά με
κάποιον που ήρθε απ’ την επαρχία και την πάτησα στην έδρα μου, γιατί ο τύπος με
ξεγέλασε και μου ’φαγε ένα σωρό λεφτά».