εγκέφαλος,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἐγκέφαλος], ο εγκέφαλος. 1. ο ιθύνων νους που καθοδηγεί
υπηρεσία ή σύνολο ανθρώπων που εξαρτώνται από αυτόν, ιδίως ο ιθύνων νους που
καταστρώνει παράνομα σχέδια, που οργανώνει τη δράση παράνομης ομάδας: «ο
υπουργός είναι ο εγκέφαλος του υπουργείου || ο εγκέφαλος της ληστείας ήταν ο
τάδε || ο εγκέφαλος της απόδρασης των κρατουμένων απ’ τη φυλακή ήταν ο τάδε». 2.
λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «μαζεύτηκαν όλοι οι εγκέφαλοι της κυβέρνησης
για να βρουν μια λύση στο οικονομικό πρόβλημα που διέρχεται ο τόπος μας, όμως
αποδείχτηκε πως αυτοί δεν ξέρουν πού πάνε τα τέσσερα!»·
- είναι
εγκέφαλος, είναι πανέξυπνος: «δεν πιάνεται από πουθενά αυτός ο τύπος, γιατί
είναι εγκέφαλος || ό,τι πρόβλημα έχω, μου το λύνει ο τάδε, γιατί είναι
εγκέφαλος»·
- έχει
βλήμα στον εγκέφαλο, βλ. λ. βλήμα·
- έχει
κάλο στον εγκέφαλο, βλ. λ. κάλος·
- έχει
σύφιλη στον εγκέφαλο, βλ. λ. σύφιλη·
- πλύση
εγκεφάλου, βλ. λ. πλύση·
- τα
πήρα στον εγκέφαλο, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα,
εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα
του, τα πήρα στον εγκέφαλο, κι έγινε το έλα να δεις». Συνών. άναψαν τα
λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδες / τα πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα
πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / την έκανα λάμπα / την
έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζα
μπαντ.