Εγγλέζος,
ο, θηλ. Εγγλέζα,
η, ουσ. [<ιταλ. Inglese], ο Εγγλέζος·
- είμαι
Εγγλέζος, είναι αξιοπρεπής, ευγενικός: «δε μιλώ ποτέ με απρέπεια, γιατί μ’
έμαθαν από μικρό οι γονείς μου να ’μαι Εγγλέζος»· βλ. και φρ. είμαι Εγγλέζος
στα ραντεβού μου·
- είμαι
Εγγλέζος στα ραντεβού μου, είμαι συνεπής, ιδίως σε ραντεβού: «κοίταξε να
’ρθεις στην ώρα σου, γιατί εγώ είμαι Εγγλέζος στα ραντεβού μου». Από την
εντύπωση που επικρατεί πως οι Εγγλέζοι είναι συνεπείς στις κοινωνικές τους
εκδηλώσεις·
- φέρομαι
σαν Εγγλέζος, συμπεριφέρομαι με αξιοπρέπεια, με λεπτούς και ευγενικούς
τρόπους: «χτες βράδυ στη γιορτή του τάδε, έκανες σ’ όλους εντύπωση, γιατί
φερόσουν σαν Εγγλέζος». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω απόψε σαν Εγγλέζα, φως μου,
να φερθείς στις οχτώμισι το βράδυ ραντεβού να ’ρθεις). Από την εντύπωση
που επικρατεί ότι οι Εγγλέζοι είναι ευγενικοί.