δύσκολος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. δύσκολος <δύσ- + κόλον (= το κάτω μέρος από το παχύ έντερο)], ο
δύσκολος. 1. που είναι δύστροπος, κακότροπος, ιδιότροπος, παράξενος:
«δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι δύσκολος άνθρωπος». 2. που δεν
πείθεται εύκολα: «για να πιστέψει κάποιον, θέλει χειροπιαστές αποδείξεις γιατί,
όσο άπιστος ήταν ο Θωμάς, τόσο δύσκολος είναι κι αυτός». 3. (και για τα
δυο φύλα, ιδίως για γυναίκα) που δεν υποκύπτει εύκολα, ιδίως σε ερωτικές
προτάσεις: «έλεγαν πως ήταν δύσκολη, αλλά με τα πρώτα γλυκόλογα έπεσε». 4.
το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα δύσκολα, (γενικά) οι δυσκολίες της ζωής.
(Λαϊκό τραγούδι: το θέμα είναι να τη βρω κι από τα δύσκολα να βγω).
Επίρρ. δύσκολα. (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- από
δω και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα, βλ. φρ. τώρα αρχίζουν τα δύσκολα·
- από
σπανό τρίχα δύσκολα βγάζεις, βλ. λ. σπανός·
- βρίσκομαι
σε δύσκολη θέση, βλ. λ. θέση·
- δύσκολο
πράγμα είναι! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είμαι
σε δύσκολη θέση, βλ. λ. θέση·
- είμαι
στα δύσκολα, βλ. φρ. πέφτω στα δύσκολα·
-
είναι δύσκολη η θέση μου, βλ. λ. θέση·
-
είναι δύσκολος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
-
είναι δύσκολος ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- είχε
δύσκολη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- ήρθε
σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- κάθε
αρχή και δύσκολη, βλ. λ. αρχή·
- κάνει
τη δύσκολη, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, προσποιείται ότι ενδίδει
δύσκολα σε έναν άντρα: «στην αρχή πάντα κάνει τη δύσκολη, όταν την κολλάει
κάποιος, ύστερα όμως δεν ξεκολλάει από κοντά του»·
- κάνω
το δύσκολο, προσποιούμαι πως δε θέλω: «όταν του δίνει κανείς κάτι, στην
αρχή κάνει το δύσκολο, αλλά μετά το παίρνει». Ισχύει ότι και για τη γυναίκα·
- με
βρήκε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- με
φέρνει σε δύσκολη θέση, βλ. λ. θέση·
- ο
δύσκολος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- οι
δύσκολες μέρες (του μήνα), (για γυναίκες) βλ. λ. μέρα·
- περνώ
δύσκολο κανάλι, βλ. λ. κανάλι·
-
πέφτω στα δύσκολα, α.
αντιμετωπίζω
οικονομικές δυσκολίες, ιδίως στη δουλειά μου, στην εργασία μου: «κάθε φορά που
πέφτει στα δύσκολα, εξαφανίζεται απ’ την παρέα μας». β. (γενικά)
αντιμετωπίζω δυσκολίες, προβλήματα: «δεν τα πάω καλά με τη γυναίκα μου, γιατί
τον τελευταίο καιρό πέσαμε στα δύσκολα»·
- τον
βρήκα σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον
βρήκα σε δύσκολη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον
πέτυχα σε δύσκολη στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον
πέτυχα σε δύσκολη ώρα, βλ. λ. ώρα·
- του
’κανα τη ζωή δύσκολη, βλ. λ. ζωή·
- τώρα
αρχίζουν τα δύσκολα, λέγεται στην περίπτωση που, κατά την εξέλιξη μιας
δουλειάς ή μιας υπόθεσης, αρχίζουν να παρουσιάζονται οι πρώτες σοβαρές
δυσκολίες: «μέχρι δω, που ήταν εύκολα τα πράγματα, τα πήγαμε μια χαρά όμως,
τώρα αρχίζουν τα δύσκολα, γιατί μπαίνουμε στην κυρίως δουλειά»·
- φέρνω
σε δύσκολη θέση (κάποιον), βλ. λ. θέση.